Σε όλες τις εποχές η Εκκλησία μας, που κατά τον Απόστολο Παύλο και τους Πατέρες είναι «Σώμα Χριστού» και «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας», καλούσε και καλεί τους ανθρώπους να ενταχθούν στο Σώμα της και τις κοινωνίες να γίνουν Εκκλησία, «Σώμα Χριστού». Καλούσε δηλαδή τους ανθρώπους να γίνουν «μιμηταί Χριστού» κατά το Παύλειο «μιμηταί μου γίνεσθαι καθώς καγώ Χριστού», προβάλλοντας με άλλα λόγια ως πρότυπο ανθρώπου τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό και κατ’ επέκταση τους θεούμενους «μιμητάς Χριστού», τους Αγίους μας.
Από την πλευρά τους οι πιστοί, οι φιλόχριστοι ευσεβείς χριστιανοί, ακολουθώντας τις προτροπές της, όχι ιδεαλιστικά και μηχανικά ή από φόβο αλλά από πίστη πραγματική (και για τους χριστιανούς το «πιστεύειν» είναι τρόπος ζωής), προσπαθούσαν και προσπαθούν να φανούν αντάξιοι της κλίσεως αυτής. Να αγιάσουν. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας.
Δυσκολίες και εμπόδια πάρα πολλά. Βλέπετε «το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής». Όμως με υπομονή και επιμονή, ταπείνωση, γενναιότητα και αδούλωτο φρόνημα απέναντι στους παντοειδείς πειρασμούς, πολλοί τα κατάφεραν και τα καταφέρνουν να επιτύχουν τον στόχο, τον αγιασμό. Η Εκκλησία μας έχει να επιδείξει στην ιστορική της πορεία αναρίθμητα πρότυπα αγωνιστών ηρώων, μορφές αγίων, που λειτουργούν στηρικτικά και εμπνέουν αγωνιστικά τους χριστιανούς.
Μια τέτοια μορφή, ένας τέτοιος άγιος είναι και ο Νεομάρτυς Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων, ο «αθλοφόρος νέος», όπως τον αποκαλεί ο υμνογράφος του (Κοντάκιο):
«Αθλοφόρον νέον σε ἡ Ἐκκλησία, κτησαμένη ἅπασαν τοῦ διαβόλου τὴν ἰσχύν, καταβαλοῦσα γεραίρει σε, ἀξιοχρέως τιμῶσα τὴν μνήμην σου.»
Καταγόταν από το χωριό Τέροβο, γεννημένος στις αρχές του 16ου αιώνος (1500). Οι γονείς του φιλόθεοι και ευσεβείς. Όταν τους έχασε, νέος στην ηλικία, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασκεί την τέχνη που έμαθε από τον πατέρα του, αυτή του ράπτη, για να ζήσει. Αλλά τον εφθόνησαν οι εκ των γειτόνων του αλλόφυλλοι ομότεχνοι που τον ζήλευαν και τον συκοφαντούσαν. Αυτός δε, τους αντιμετώπιζε με παρρησία. Πηγαίνει σε πνευματικό να εξομολογηθεί και να του δηλώσει ότι είναι έτοιμος και πρόθυμος να μαρτυρήσει. Ήταν ήδη Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1526. Ο πνευματικός του προσπαθεί να τον αποτρέψει, αλλά ο Ιωάννης επιμένει, λέγοντάς του ότι είδε όραμα πως χόρευε εν μέσω πυρός όπως οι Τρεις παίδες εν καμίνω και είναι βέβαιος ότι θα τον στηρίξει ο Θεός.
Επιστρέφοντας στην εργασία του οι μισούντες αυτόν αρχίζουν να το προπηλακίζουν λέγοντας δήθεν πως όταν ήταν κάποτε στα Τρίκαλα είχε αλλαξοπιστήσει και τώρα ξαναέγινε χριστιανός. Ο Άγιος Ιωάννης τα αρνείται όλα αυτά, δηλώνοντας πως ποτέ δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Εγώ, λέγει, «εν αυτώ τω Χριστώ και ζω και ζήσομαι και συν αυτώ και υπέρ αυτού ευγνωμόνως τεθνήξομαι». Τον διώκουν, τον χτυπούν αλλά εκείνος προσεύχεται:
«Ενίσχυσόν με μόνε Δυνατέ. δός μοι δύναμιν, δός μοι κραταίωσιν και χείρα μοι βοηθείας εξ αγίου σου κατοικητηρίου κατάπεμψον.»
Τους δε συκοφάντες του αποστομώνει με θάρρος και εκείνοι συνεχίζουν να τον βασανίζουν, τον φυλακίζουν. Και ο Άγιος προσεύχεται.
Γράφει ο συναξαριστής:
«... ο δε εις ουρανόν και νουν ανατείνας και όμμα, Χριστός Ανέστη και τα λοιπά της ωδής επέψαλλε κείμενος.»
Τον καταδικάζουν στον δια πυρός θάνατον, όμως δήθεν φιλανθρώπως φερόμενοι απέναντί του για να μη καεί οδυνηρώς, τον αποτραβούν εκ της πυράς και τον αποκεφαλίζουν. Το σώμα του έπεσε και κάηκε στην πυρά, όσα δε λείψανα απέμειναν μαζί με την σεπτή κεφαλή του, ευλαβείς χριστιανοί τα περισυνέλεξαν. Ήταν Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδος του 1526, η μνήμη του δε τιμάται την 18 Απριλίου.
Ο φιλόχριστος λαός, αγαπώντας και νοιώθοντας τα πρότυπα ζωής σαν τον Άγιο Ιωάννη τον Νεομάρτυρα πολύ κοντινά του, με το αδιάψευστο χριστιανικό και εκκλησιαστικό –βιωματικό του αισθητήριο, προσπαθεί να τον εντάξει και στην προσωπική του ζωή τιμώντας τον
Κάνει τη ζωή του, τον αγώνα του, το μαρτύριό του τραγούδι, ύμνο (Δοξαστικό Εσπερινού):
«Τὸν γενναῖον Ἀθλητήν τιμήσωμεν, Ἰωάννην τὸν ἀοίδιμον. οὗτος γὰρ ἡδρασμένος ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς ἀληθείας, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ταῖς ἀλλεπαλλήλοις προσβολαῖς τῶν βασάνων, ἀκλόνητος ἔμεινε. καὶ διηυγασμένος ταῖς θείαις ἀκτῖσιν αὐτοῦ, πυρός, τομῆς, καὶ μαστίγων, ἀνδρείως κατεφρόνησε. διό καὶ χαράν ἄληκτον, εἰς οὐρανούς ἐκληρώσατο. ἀλλ’ ὦ πολύαθλε Μάρτυς, νῦν τρανῶς καθορῶν τὴν δόξαν Θεοῦ, πρέσβευε ἐκτενῶς ὑπέρ ἡμῶν, τῶν πιστῶς εὐφημούντων, τὴν πανέορτον μνήμην Σου.»
Αλλά και (Πρώτο Στιχηρό του Εσπερινού):
«Δεῦτε φιλομάρτυρες, Ἰωαννίνων τὸ γέννημα, καὶ σεμνόν παιδαγώγημα, ἀξίως τιμήσωμεν, Ἰωάννην πάντες. τὸ κλέος Μαρτύρων, Χριστοῦ τὸν Νέον Ἀθλητήν, ὁμολογίας κρατῆρα πλήθοντα, τὸν πάντας προσκαλούμενον, μεθ’ ὑψηλοῦ τοῦ κηρύγματος. δεῦτε πάντες καὶ πίετε μαρτυρίου ποτήριον.»
Και επικαλούμαστε την βοήθειάν του, με γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας και γνωρίζοντας βιωματικά την πίστη μας οι φιλόχριστοι χριστιανοί, βέβαιοι για την αγιότητά του και έχοντας συνείδηση ότι ζώντες και κεκοιμημένοι αποτελούμε ένα Σώμα Χριστού (Δοξαστικό Στιχηρών Εσπερινού):
«Δεῦτε φίλαθλοι, τῶν Ἀθλητῶν τὸ καύχημα, Ἰωάννην τὸν θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν. οὗτος γὰρ τῇ πυρᾷ ἐναπλωθείς καὶ στεῤῥῶς ἐγκαρτερήσας τῇ τοῦ ξίφους ἐκτομῇ, τῷ Θεῷ τὸ πνεῦμα παρέδωκε, καὶ διαμένον στέφος ἐκληρώσατο. ὅθεν δυσωπεῖ ὁ πολύαθλος, τοῦ ῥυσθῆναι κινδύνων, τοὺς ἐν πίστει καὶ πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην αὐτοῦ.»
Και ζητούμε να πρεσβεύει «Χριστώ τω Θεώ» γι’ εμάς (Απολυτίκιο του Αγίου):
«Μέγα καύχημα Ἰωαννίνων, μέγα στήριγμα τῆς Κωνσταντίνου, μέγα κλέος σὺ τούτων τῶν πόλεων. τῆς μὲν γὰρ γόνος σεπτός ἐχρημάτισας. τὴν δὲ τοῖς σοῖς ἐπορφύρωσας αἵμασιν. ἀλλά πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ μακάριε, τοῦ περιέπειν αὐτῶν τὴν εὐσέβειαν.»
Βλέπουμε πως εκεί στην Βασιλεύουσα προβάλλουν και τον τόπο που τον γεννά αλλά τιμούν και τον τόπο όπου μαρτυρεί (Κάθισμα μετά τον Πολυέλεον):
«Μέγα ὄνομα, τῇ σῇ πατρίδι, προεξένησαν οἱ σοὶ ἀγῶνες, Ἀθλοφόρων κοινόν ἐγκαλλώπισμα. οὐκ ἀφανής οὖσα γὰρ οὐδέ πρότερον, νῦν διὰ σὲ ἐπιπλέον πεφήμισται, ὦ Μακάριε. διὸ εὐχαρίστως ἤθροισται, ἐπιτελέσαι σου τὰ νῦν μνημόσυνα.»
Μπορεί οι άπιστοι άλλως να νομίζουν, όμως οι πιστοί είμαστε βέβαιοι για την αγιότητά του και το δηλώνουμε, δοξάζοντάς τον (Κάθισμα μετά την Γ' Ωδή):
«Κατεπλάγησαν τὰ σὰ, ἄπιστοι πάντες καὶ πιστοί καὶ ἐνόμισαν αὐτὰ, καθάπερ ἀστεῖά τινα, τὰ ἐπί σοὶ γεγονότα ὦ Ἰωάννη. νέον ἀφειδεῖν τῆς νεότητος. βίῳ ἀνταλλάττεσθαι θάνατον. καὶ μαρτυροῦσι ταῦτα οἱ ὁρῶντες, ἀντίπαλοι καὶ ἡμέτεροι. διὸ ἡμεῖς σε, ὑμνολογοῦντες, τὸν Σωτῆρα δοξάζομεν.»
Και γίνεται η πίστη βεβαιότητα και σιγουριά και ελπίδα αστείρευτη, υποστηριζόμενη και από τα θαύματα που ακολουθούν, όπως αναγράφεται στο συναξάρι του, αφού κατά τον Απόστολο Παύλο «έστιν ουν πίστις ελπιζομένων υπόστασις πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» δηλαδή είναι η πίστη βεβαιότητα γι’ αυτά που δεν βλέπουμε και σιγουριά γι’ αυτά που ελπίζουμε. Όπως ακριβώς έκαναν και οι άγιοί μας και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυς (Εξαποστειλάριο):
«Τῶν Ἀθλητῶν τὸ κλέος ὁ Ἰωάννης, ᾠδαῖς ἐναρμονίοις ἀνευφημείσθω. οὗτος γὰρ ἠλόγησε τοῦ σώματος, καθά φθείρεσθαι μέλλοντος. πολλάς βασάνους ἐνέγκας, διά Χριστοῦ τὴν ἀγάπην.»
Εκφράζουμε λοιπόν την χαρά μας οι χριστιανοί με ωδές πνευματικές και ύμνους προς (Δοξαστικό των Αίνων):
«Τὸν ἀριστέα Χριστοῦ, τὸν κλεινόν Ἀθλοφόρον, ὑμνήσωμεν ἅπαντες Ἰωάννην τὸν πανεύφημον, ὅστις ἐξέλαμψε φαιδρῶς διά τοῦ μαρτυρίου τῷ θείῳ ἀναφλεγόμενος ἔρωτι. Χαῖρε οὖν πόλις Ἰωαννίνων ἐπί τοιούτῳ βλαστῷ ἐγκαυχωμένη, ὅστις σε τοῖς τῶν αἱμάτων αὑτοῦ ῥείθροις ἐπορφύρωσε καὶ ἐυφροσύνης πνευματικῆς τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα ἐνεπλήρωσε, πρεσβεῦον διηνεκῶς ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.»
Οι ευσεβείς χριστιανοί πολύ σύντομα από το χρόνο του μαρτυρίου του, όπως συνέβη και με άλλους αγίους, παράδειγμα ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυς, τον τιμούν ως άγιο, τον αγιογραφούν όπως στη Μονή Φιλανθρωπινών στο Νησί (16ος αι.), τον Ναό Αγίου Αθανασίου στο Προσγόλι (17ος αι.), στη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Βελλά (18ος αι. ) κ.α. και συντάσσουν το συναξάρι του σχεδόν αμέσως, όπως ο Ιουστίνος ο Δεκαδίων μαζί με την ακολουθία του, περίπου το 1543, δηλαδή 17 χρόνια μετά το μαρτύριό του. Στη συνέχεια επανεκδίδουν την ακολουθία ο πρωτόπαπας του Ναυπλίου Νικόλαος ο Μαλαξός, ο μέγας ρήτωρ της Εκκλησίας Αντώνιος και άλλοι το 1719, το 1738, το 1792, το 1819, το 1865 (ακολουθία δημοσιευμένη στο Ανθολόγιον της Βενετίας εκ του τυπογραφείου του Φοίνικος) και το 1870 η χειρόγραφη ακολουθία του, στην οποία στηριχθήκαμε να γράψουμε όλα αυτά:
«Ποιηθεῖσα παρά τοῦ Σοφωτάτου Κυρίου Ἰουστίνου τοῦ Δεκαδίωνος, αἰτήσει δὲ τῶν φιλοχρίστων εὐσεβῶν Χριστιανῶν. Ἀντιγραφθεῖσα ὑπό τοῦ ἀναξίου Ἱερομονάχου Ἀγαθαγγέλου Γεωργιάδου Ἰωαννίτου. Διά τὴν Ἱεράν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Σούβλιασις (σ.σ. σημερινός Άγιος Βλάσιος Θεσπρωτίας).»
Βλέπετε στους δύσκολους καιρούς που περνούσε το γένος μας τα μόνα στηρίγματά του υπήρξαν οι άγιοί του και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι νεομάρτυρες, οι οποίοι κατά πρόνοιαν Θεού, διαφύλαξαν το γένος μας από τους αλλοφύλλους, αλλοθρήσκους και αλλοδόξους. Κάτι τέτοιο συνέβη στην περιοχή αυτή της Θεσπρωτίας, όπου οι εξομώσεις, οι εξισλαμισμοί, ήταν συχνοί. Το 1968 δε, προνοία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κυρίου Σεραφείμ, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, εκδίδεται νέα ακολουθία, ποιηθείσα υπό Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου, Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του εκ Βορείου Ηπείρου.
Κοινή διαπίστωση είναι πως στην εποχή μας φαίνεται να κυριαρχεί ένα πνεύμα ατομικιστικό, η φιλαυτία, ο εγωισμός. Τα πρότυπα που προβάλλονται ή ο τρόπος ζωής που μοιάζει να κυριαρχεί, καλλιεργεί συγκεκριμένες νοοτροπίες και διαμορφώνει συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων, ευάλωτους σε κάθε πειρασμική συμπεριφορά που απεργάζονται, για το συμφέρον τους, άνθρωποι χωρίς φόβο Θεού, σύμφωνα με τις επιταγές του «άρχοντος του αιώνος τούτου» ή «το πνεύμα της απωλείας». Η Εκκλησία μας, η τροφός του Γένους των χριστιανών σε όλες τις εποχές, απέναντι σε αυτή την κατάσταση, υπομονετικά, χωρίς να γίνεται κόσμος, καλεί τον κόσμο να γίνει Εκκλησία, να ενταχθεί ενεργά-βιωματικά στο Σώμα της και να στηριχτεί στα αιώνια πρότυπά της, τους αγίους της. Αγίους, όπως ο Νεομάρτυς Ιωάννης ο εξ Ιωαννίνων, τον οποίο απόψε τιμούμε, ώστε να αντιμετωπίσουμε οι χριστιανοί εκ του ασφαλούς και θεοπρεπώς, με αγωνιστικότητα, γενναιότητα και ελπίδα, τις κάθε είδους τρικυμίες της ζωής μας, πλέοντας στο απάνεμο λιμάνι Της με οδηγό τον Χριστό.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Γόνος κάλλιστος, Ἰωαννίνων, κλέος ἔνθεον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε, τῶν γὰρ Μαρτύρων ζηλώσας τὴν ἄθλησιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς τερπνόν σε φοίνικα, Ἰωαννίνων ἡ πόλις, εὐκλεῶς βλαστήσασα, κατατρυφᾷ τῆς σῆς δόξης, πόθῳ γάρ, τῷ τοῦ Δεσπότου λαμπρῶς ἀθλήσας, τέθυσαι, ὡς ὁλοκάρπωμα τῇ Τριάδι· διὰ τοῦτο Ἰωάννη, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.
Κάθισμα Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν ἄνωθεν δύναμιν, ἐνδεδυμένος καλῶς, ποινῶν κατεφρόνησας καὶ ἀπειλῶν καὶ φρουράς, ἀνδρείῳ φρονήματι, ὅθεν καὶ ὡς ἐπέβης, τῷ πυρὶ γηθοσύνως, ἔφλεξας τὴν ἀπάτην, τῷ πυρὶ τῶν σῶν πόνων, διὸ σὲ Ἰωάννη, Χριστὸς ἐθαυμάστωσε.
Ὁ Οἶκος
Κλήσει σαφῶς ἀκολουθῶν, χάριτος ὤφθης σκεῦος, τρόποις καὶ ἤθεσι σεμνοῖς, καὶ καθαρότητι ζωῆς, κλεινὲ κεκοσμημένος· καὶ τῇ θείᾶ χαριτωθεὶς ἀγάπῃ, τὸ αἷμά σου ὑπὲρ Χριστοῦ, προείλου ὅλῃ τῇ ψυχῇ, ἐκχέαι Ἰωάννη· ἔνθεν μαρτυρικῷ ἀναφλεχθεὶς ζήλῳ, πρὸς μαρτυρίου ἀπεδύσω ἀγῶνας, νεότητος ἄνθος, καὶ κόσμου ἡδέα ὑπεριδὼν ὡς φθειρόμενα καὶ Χριστὸν ὁμολογήσας, ᾔσχυνας τῆς πλάνης τὴν ὀφρύν, καὶ πλείστοις προσωμίλησας βασάνοις, ἀπεριτρέπτῳ φρονήματι· καὶ ἐν πυρᾷ ὡμοτάτως ῥιφθείς, καὶ ἐν αὐτῇ τὸν αὐχένα τμηθείς, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, καὶ προσφορὰ τελειότατη, καὶ θυμίαμα εὔοσμον τῷ Χριστῷ προσηνέχθης· παρ’ οὗ λαμπρῶς δοξασθείς, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.
Μεγαλυνάριον
Ἄνθος εὐωδέστατον καὶ τερπνόν, τῶν Ἰωαννίνων ἀνεδείχθης Μάρτυς Χριστοῦ, καὶ λαμπρῶς ἀθλήσας, εὐφραίνεις Ἰωάννη, χαρίτων εὐωδίᾳ, πιστῶν τὸ πλήρωμα.
Ἔτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἀκροθίνιον ἱερόν· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τὴν χάριν, παμμάκαρ Ἰωάννη, πιστῶν ἑδραίωμα.