Ὅταν τό γένος μας ζοῦσε στήν σκληρή σκλαβιά τῆς Τουρκοκρατίας, τὀν Ἰωάννη, ἕνα παιδί δεκατεσσάρων χρονῶν, ἀπό τήν Θάσο, ἀπό τήν πολλή τους φτώχεια καί ἀνέχεια οἱ γονεῖς του τόν ἔστειλαν στήν Κωνσταντινούπολη νά κάμει προκοπή. Πράγματι, ὁ νεαρός ἔπιασε δουλειά σέ ἕναν χριστιανό ράφτη, γιά νά γίνει ράφτης.
Μιά ἡμέρα, ὁ ράφτης τόν ἔστειλε σέ ἕναν Ἑβραῖο ἔμπορο νά ἀγοράσει κλωστές. Ὁ Ἑβραῖος, βλέποντας τόν νέο χωρίς πεῖρα, θέλησε νά τόν ξεγελάσει. Ἔτσι γίνονταν τότε οἱ δοσοληψίες. Ὅ,τι δώσεις καί ὅ,τι πάρεις! Δέν ὑπῆρχαν τιμές σταθερές. Σέ τίποτε. Μά ὁ Ἰωάννης, δέν ἦταν βλάκας. Κατάλαβε καί ἄρχισε νά φιλονεικεῖ μέ τόν Ἑβραῖο!
Νευρίασε ὁ Ἑβραῖος, καί ἔβγαλε αὐτά πού εἶχε μέσα του: τό μῖσος κατά τῶν Χριστιανῶν! Καί φώναξε στούς περαστικούς Τούρκους:
› Δέν τό ἀκοῦτε αὐτό τό παιδί; Βρίζει τήν πίστη σας! Οἱ Τοῦρκοι, σάν ἀφεντικά, δέν ἤθελαν πολλά.
Ὅρμησαν, ἐπάνω στόν Ἰωάννη καί ἄρχισαν νά τόν ξυλοκοποῦν ἄγρια! Καί μετά; Τόν πῆγαν στόν βεζύρη (=Ἀρχιαστυνόμο). Ἐκεῖ, ψευδομαρτύρησαν, ὅτι ὁ Ἰωάννης ἔβρισε τήν πίστη τους! Δέν χρειαζόταν τίποτε περισσότερο. Γιατί ἕνας νόμος τουρκικός ὅριζε, ὅτι οἱ μαρτυρίες τῶν Χριστιανῶν εἶναι, ὅ,τι κι ἄν λένε, ψέματα! Ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι λένε πάντοτε ἀλήθεια!...
› Δέν ἔβρισα κανέναν. Ὅλα εἶναι συκοφαντίες καί ψευτιές τοῦ Ἑβραίου. Ἔλεγε ὁ Ἰωάννης. Μά ποιός τόν ἄκουγε!...
Ὁ βεζύρης, τόν εἶδε μικρό παιδί καί τόν λυπήθηκε. Καί τοῦ λέγει:
› Ἔλα, παιδί μου, νά γίνεις τοῦρκος! Θά γλυτώσεις τήν ζωή σου! Ἐγώ θά σέ πάρω κοντά μου! Καί θά σέ κάμω πλούσιο!
Ὅμως, ὁ Ἰωάννης δέν τήν πάτησε. Δέν ἦταν τόσο τσόφλι, ὅσο τόν περνοῦσε ὁ βεζύρης! Ἤξερε τί εἶναι ὁ Χριστός καί τί ὁ Μωάμεθ καί τό Κοράνι του! Καί ἀπάντησε:
› Ποτέ δέν θά τό κάμω νά ἀρνηθῶ τόν Χριστό· ὅ,τι καί ἄν μοῦ κάμετε! Ὅ,τι καί ἄν μοῦ τάξετε!
Ἔκαμε ὁ βεζύρης κάποιες προσπάθειες «νά τοῦ ἀλλάξει μυαλά»! Εἶπε μέσα του: ἀγοράκια καί κοριτσάκια σ᾿ αὐτήν τήν ἡλικία εὔκολα παραλύουν! Καί τά ἀφήνουν ὅλα!
Ἀλλά ὁ Ἰωάννης δέν τσίμπησε! Ἤξερε καί ποῦ πατοῦσε, καί γιατί δέν ἔπρεπε νά δειλιάσει. Ἤξερε νά ἀγωνίζεται!
Τότε ο βεζύρης, αφού είδε το αμετάθετο της γνώμης του, πρόσταξε να το αποκεφαλίσουν. Το πήρε λοιπόν ο έπαρχος και το πήγε σ’ έναν τόπο που λεγόταν «τσαρσί (αγορά) των γουναράδων», μπροστά από το λουτρό, απέναντι από τη βρύση, κι εκεί το παρέδωσε στον δήμιο για να το θανατώσει.
Ο δήμιος το γονάτισε και, επειδή ήθελε να το φοβίσει, κατέβαζε το σπαθί και το χτυπούσε συχνά στον τράχηλο κόβοντάς τον λίγο λίγο. Βλέποντας όμως τον Μάρτυρα ότι δεχόταν τον θάνατο με μεγάλη χαρά χωρίς καθόλου να δειλιάσει, κατέβασε δυνατότερα το σπαθί και έκοψε την αγία του κεφαλή, και έτσι έλαβε ο μακάριος το στεφάνι του μαρτυρίου.
Ήταν 20 Δεκεμβρίου 1652, ημέρα Δευτέρα.
Διαβάζοντάς τα αὐτά ἐμεῖς θαυμάζουμε καί διερωτώμαστε: Πῶς τά ἄντεξε ἕνα νεαρό παιδί τόσα μαρτύρια; Δέν ἦταν ἀσκητής. Δέν ἦταν θεολόγος. Δέν εἶχε ὥριμη ἡλικία. Παιδί ἦταν ἀκόμη.
Καί αὐτό μᾶς λέει: Παιδί ἦταν. Ἀλλά ὄχι μέ μυαλά παιδικά. Εἶχε ὡριμάσει. Σκεφτόταν καί ἀντιμετώπιζε τίς πιό δύσκολες καταστάσεις σάν ἄνδρας ὥριμος, πολύπειρος καί σοφός!
Γιατί; Ἐδῶ εἶναι τό μυστικό. Γιατί εἶχε μάθει ὅτι μία εἶναι ἡ ἀλήθεια. Μία ἡ πίστη γιά τήν ὁποία ἀξίζει κανείς νά πεθάνει:
Ἡ πίστη στόν Χριστό.
Πηγή: (Από τὸν βίο τοῦ Ἁγίου πού συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης καὶ ὁ Μελέτιος Συρίγου) Ιερός Ναός Παντανάσσης, (από το βιβλίο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου 1856, σελ. 69) Κοινωνία Ορθοδοξίας