H 3η Ιανουαρίου, είναι η ημέρα κοίμησης του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν που πρώτη, το 2001, επί μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, διοργάνωσε εκδηλώσεις στη μνήμη του, για τα 150 χρόνια από την γέννηση του. Επίσης ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος συνέβαλε στο να αναστηλωθεί ο Ναϊσκος του Αγίου Ελισαίου, στο Μοναστηράκι, όπου οι δυο εξάδελφοι Αλέξανδροι (Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης) έψελναν συχνά, με ιερουργό τον Άγιο παπά Νικόλα Πλανά.
Σαν σήμερα λοιπόν έσβησε το αγιοκέρι των Γραμμάτων μας, ο μεγάλος συγγραφέας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο νησί του, τη Σκιάθο, σε ηλικία 60 ετών. Τον Δεκέμβριο του 1910 προσεβλήθη από γρίππη, ινφλουέντσα την έλεγαν τότε, και δεν υπήρχαν τα αντιβιοτικά για να τον θεραπεύσουν.
Έτσι ταχέως το εξασθενημένο από τις κακουχίες κορμί του δεν άντεξε, αλλά η διάνοια του έμεινε μέχρι τέλους σε εγρήγορση και η ψυχή του καθαρή. Ο ιερέας Γεώργιος Ρήγας για τα χριστιανικά τέλη του κυρ Αλέξανδρου έγραψε ότι ο ίδιος ζήτησε να τον επισκεφθεί ο ιερέας της Σκιάθου παπά Ανδρέας Μπούρας και οι αδελφές του ζήτησαν να πάει μαζί και ο γιατρός του νησιού. Μόλις είδε τον ιατρό τον ερώτησε: "Τι θέλεις εσύ εδώ;" - Ήρθα να σε ιδώ" του απάντησε ο ιατρός. "Να ησυχάσεις", του είπε, " θα κάμω πρώτα τα εκκλησιαστικά και ύστερα νάρθεις εσύ". Τον ιερέα τον θέλησε δια να τον κοινωνήσει και του εξήγησε: "Ξεύρεις! Μήπως αργότερα δεν καταπίνω…". Κατά τον εξάδελφο του, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, του Αγίου Βασιλείου κοινώνησε για τελευταία φορά και την παραμονή του θανάτου του μαθεύτηκε στο νησί ότι του είχε απονεμηθεί το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος.
Το απόγευμα της 2ας Ιανουαρίου του 1911 είπε στις αδελφές του να ανάψουν ένα κερί και να του φέρουν ένα εκκλησιαστικό βιβλίο. Το κερί το έφεραν και το άναψαν, αλλά να διαβάσει δεν μπορούσε και τους είπε: «Αφήστε το βιβλίο. Απόψε θα ειπώ όσα ενθυμούμαι απέξω». Την ύστατη ώρα της στη γη ζωής του απομάκρυνε τις αδελφές του και τους άλλους οικείους του και στραφείς από το άλλο μέρος εξέπνευσε υποψάλλων το Δοξαστικό της Ενάτης Ώρας των Θεοφανείων:
«Την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του δεσπότου μεθ' ης και δακτύλω ημίν Αυτόν καθυπέδειξας, έπαρον υπέρ ημών προς αυτόν, Βαπτιστά, ως παρρησίαν έχων πολλήν' και γαρ μείζων των προφητών απάντων υπ' αυτού μεμαρτύρησαι. Τους οφθαλμούς σου πάλιν δε, τους το Πανάγιον Πνεύμα κατιδόντας ως εν είδει περιστεράς κατελθόν, αναπέτασον προς αυτόν Βαπτιστά, ίλεων ημίν απεργασάμενος. Και δεύρο στήθι μεθ' ημών επισφραγίζων τον ύμνον και προεξάρχων της πανηγύρεως».
Ήταν η 2α πρωινή ώρα της 3ης Ιανουαρίου 1911. Σημειωτέον ότι κατά το Τυπικό της Εκκλησίας μας από της 2ας Ιανουαρίου αρχίζουν τα προεόρτια της μεγάλης εορτής των Φώτων, τα οποία περιλαμβάνουν την παραμονή της εορτής και το εν λόγω Δοξαστικό, το οποίο ο Αναγνώστης έρχεται στο μέσο του Ναού και το απαγγέλλει ολόκληρο κατά το ύφος του Ευαγγελίου. Στη συνέχεια το ψάλλουν εναλλάξ κατά στίχο οι δύο Χοροί.
Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Παπαδιαμάντη, το 1912, η "Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη Φέξη" εξέδωσε τα "Πασχαλινά Διηγήματα" του, "μετά βιογραφίας και κριτικού σχολιασμού του συγγραφέως Ι. Ζερβού". Ο εν λόγω κριτικός έγραψε μεταξύ άλλων:
" Χριστιανός εκ πεποιθήσεως, πιστεύων εις τα δόγματα της Ορθοδοξίας και συγκινούμενος από τας τελετάς και τους τύπους αυτής, εγνώρισε πλέον παντός άλλου να μεταγγίση την πίστιν και την συγκίνησιν του μέσα εις τα έργα της τέχνης του, που τα ζωντανεύει όλα και τα φωτίζει και τα φαιδρύνει της θρησκευτικής γαλήνης η χαρά. Πολλά του διηγήματα πλέκονται εις παραμονάς και εις ημέρας εορτών και τα πλείστα περιέχουν περιγραφάς εκκλησιών, μοναστηρίων, ναϊσκων ερημωμένων. Συχνά πρόσωπα της διηγήσεως του είναι ιερείς, ψάλται, καλόγηροι, γυναίκες ευλαβείς, συνήθη δε παρεντιθέμενα επεισόδια είναι θρύλοι, παραδόσεις και συναξάρια θρησκευτικά. Όλα αυτά θαυμασίως συναρμολογημένα, δροσερά, ήμερα, ως η ελληνική φύσις, γαλήνια, ως η θρησκεία των πατέρων μας. Κανείς ποτέ από τους παλαιούς χρόνους έως τώρα δεν έφθασε να περιγράψη και να ψάλλη της Ελληνικήν Ορθοδοξίαν όχι ως ιδέαν ή ως δόγμα, αλλ' ως κοινωνικόν παράγοντα και συντελεστήν του λαού μας και του έθνους μας όσον αυτός. Και από της απόψεως αυτής ο Παπαδιαμάντης είναι ο μεγάλος ραψωδός της Ορθοδοξίας".
Και σε άλλο σημείο του κριτικού του σημειώματος ο Ι. Ζερβός σημειώνει ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν φίλος των πτωχών, των απλοϊκών, των αδυνάτων, ειρωνευτής του πλούτου και του αξιώματος και γνώστης της ζωής του απλού λαού, που έμενε είτε στη Σκιάθο, είτε στο Κλεινόν Άστυ. Ο Ι. Ζερβός επιχειρεί να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη με ρεαλισμό και χωρίς φτιασίδια. Γράφει λ.χ. πως το 1880, όταν υπηρέτησε ως στρατιώτης, ήταν εκτός κλίματος, γι' αυτό και πολλές φορές τιμωρήθηκε πειθαρχικά. Φαίνεται όμως ότι οι ανώτεροι του αντελήφθησαν ότι είχαν να κάνουν με μιαν ιδιάζουσα φυσιογνωμία και τον τοποθέτησαν στο Υπουργείο των Ναυτικών, όπου τον χρησιμοποίησαν στη μετάφραση των διεθνών ναυτικών όρων… Έτσι απηλλάγη των δεσμών της άλογης πειθαρχίας και μέχρι της ολοκληρώσεως της θητείας του πέρασε ήρεμα...
Προς τους ανθρώπους που δεν γνώριζε καλά ο Παπαδιαμάντης ήταν επιφυλακτικός και στενοχωριόταν από τις φιλοφρονήσεις και τους επαίνους τους. ΄Όταν στον κύκλο του προσερχόταν κανένας που δεν τον γνώριζε γινόταν δύσθυμος και σιωπούσε. Μια συνηθισμένη στάση του ήταν να σταυρώνει τα χέρια λίγο κάτω από το στήθος του και να χαμηλώνει το κεφάλι, με κλίση προς τα αριστερά. Άλλοτε, όταν ήταν μόνος και έψελνε σιγά, βαρύς και απρόσιτος τότε, συνήθιζε να ακουμπά το κεφάλι του στο αριστερό του χέρι. Κι ενώ απέφευγε τις συναναστροφές του καλού κόσμου, όταν ερχόταν υποχρεωτικά σε επαφή μαζί του ήταν ευγενής και γλυκομίλητος, "χαριτωμένος ομιλητής και ανεκδοτολόγος", όπως είχε χαρακτηριστεί. Χαριτωμένη είναι και η περιγραφή του Ζερβού, πώς όταν μια μορφωμένη και λογία κυρία από το εξωτερικό, θαυμάστρια του Παπαδιαμάντη, «έτυχε» ( Σημ. Ή επιδίωξε;…) να τον γνωρίσει και του εξέφρασε την επιθυμία να τον παντρευτεί εκείνος αν και έρημος τότε και χωρίς χρήματα και ταλαιπωρημένος χαμογέλασε και αρνήθηκε ευγενώς...
Τη ζωή του γενικά την πέρασε ως κοσμοκαλόγερος. Του άρεσαν οι μακρές ακολουθίες της Εκκλησίας μας και να ψέλνει ο ίδιος. Μόνο όταν εργάσθηκε στις εφημερίδες των Αθηνών, ως μεταφραστής, διηγηματογράφος και χρονογράφος κέρδιζε αρκετά χρήματα, έως και 300-400 δραχμές τον μήνα… Όμως και τότε ζούσε πενιχρά, γιατί τα περισσότερα χρήματα τα έστελνε στην οικογένεια του, στη Σκιάθο και κυρίως γιατί ήταν ελεήμων και αδεξιότατος στην οικονομική διαχείριση. Ο ίδιος έγραψε ότι όταν είχε 15 δραχμές για να περάσει μιαν εβδομάδα δαπανούσε τις 12 την πρώτη ημέρα και με τις άλλες 3 έπρεπε να περάσει τις υπόλοιπες... Λέγεται ότι κάποτε ο διευθυντής του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» Βλ. Γαβριηλίδης αναγνωρίζοντας την προσφορά του, του είπε ότι θα του κάνει αύξηση στο μισθό του και ο κυρ Αλέξανδρος αρνήθηκε, λέγοντας ότι τα όσα παίρνει του είναι αρκετά… Και όταν ήταν να τον τιμήσουν σε κοινωνική εκδήλωση εκείνος προτίμησε την παρέα του μανάβη της Πλάκας και της συζύγου του. Όχι από σνομπισμό, αλλά από αδιαφορία για τα πρόσκαιρα… Ήταν γενικά γεμάτος καλοσύνη και αγάπη, αλλά αδέξιος στις κοινωνικές του σχέσεις και δεν φρόντιζε ποτέ την περιβολή του. Χρειαζόταν πολλές φορές οι φίλοι του και κυρίως ο συνώνυμος αγαπημένος του εξάδελφος Μωραϊτίδης, που ήταν εξαιρετικά τακτικός και τον "κηδεμόνευε" επί πολλά χρόνια, να τον πάρουν σε κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων για να φορέσει κάτι καινούργιο…
Ο Παπαδιαμάντης δεν επιδίωξε ούτε φήμη, ούτε αξιώματα, ούτε θέσεις. Έζησε στο περιθώριο της κοινωνικής, πολιτικής και λογοτεχνικής ( αμφι)λεγόμενης ελίτ. Όμως ενώ τα πλείστα από τα μέλη αυτής της ελίτ έχουν ξεχαστεί ο κυρ Αλέξανδρος, αν και πέθανε πριν από 104 χρόνια, μένει πάντα στις ψυχές του Ελληνικού Λαού, ως γνήσιος εκφραστής της ψυχής του, των οραμάτων του, της Παράδοσης του και η μνήμη του θα υπάρχει όσο θα υπάρχει Ελληνισμός. Βέβαια πολλοί κάνουν το παν να ξεχαστεί. Από καιρό έχουμε φτάσει στο σημείο να χρειάζονται …μετάφραση τα κείμενα του και οι νέοι άνθρωποι να είναι αποξενωμένοι από τον πλούτο του ταλέντου του και από την πνευματική του εμπειρία. Αλλά θα υπάρχουν πάντα οι εστίες αντίστασης που δεν θα επιτρέπουν η Παράδοση του Γένους να σβηστεί, όσο κι αν αυτό δεν αρέσει στους όποιους εξουσιαστές αυτού του τόπου.
Πηγή: Θρησκευτικά