Ορθοδοξία είναι η ορθή πίστη, διδασκαλία και παράδοση, με άλλα λόγια, η αλήθεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αποτελεί μια σύνθεση θεωρίας και πράξεως, δόγματος και ήθους. Εκείνοι που αμφισβητούν την ορθή πίστη, επιδιώκουν τη διαμόρφωση μιας νέας μεταλλαγμένης και μεταχριστιανικής, ίσως, κοινωνίας και ζωής, περιφρονώντας τη διαχρονική και πατροπαράδοτη, που οδηγεί απλανώς στην σωτηρία του ανθρώπου.
Γι΄ αυτό, άλλωστε, ο Απ. Παύλος συμβουλεύει να κρατάμε σταθερά και στερεά τις παραδόσεις που έχουμε διδαχθεί: «Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε…» (Β΄Θεσσαλ. 2, 15), ενώ παραγγέλλει να κρατούμε αποστάσεις από όποιον συμπεριφέρεται άτακτα και δεν πορεύεται σύμφωνα με τις παραδόσεις της Εκκλησίας: «Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού, ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παράδοσιν ήν παρέλαβον παρ’ ημών» (Β΄ Θεσσαλ. 3, 6).
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος, επίσης, ταυτίζει τις παραδόσεις της Εκκλησίας με τις εντολές του Θεού και επιπλήττει όσους εύκολα τις αθετούν και τις ακυρώνουν, προτιμώντας να τηρούν τις ανθρώπινες και κοσμικές παραδόσεις. (Μάρκ. 7, 8-9). Καταγράφει, επίσης, αυτά που είπε στους Μαθητές Του ο ίδιος ο Ιησούς, για όσους αρνούνται να τηρήσουν τις εντολές Του.
Η μη εφαρμογή των Θείων Εντολών και Παραδόσεων φανερώνουν τους έσωθεν κακούς λογισμούς της καρδίας, που εξέρχονται και πρακτικοποιούνται, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται οι άνθρωποι, σε βέβηλους και μολυσμένους: «Έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλεγεια, οφθαλμός πονηρός, βλασφημία, υπερηφανία, αφροσύνη· πάντα ταύτα τα πονηρά έσωθεν εκπορεύεται και κοινοί τον άνθρωπο (Μάρκ 7, 21-23).
Ο Απ. Παύλος, επίσης, υπενθυμίζει σε Επιστολή του ότι η Θεόπνευστη Αγία Γραφή είναι ωφέλιμη για να διδάσκει την αλήθεια του Θεού, να ελέγχει την πλάνη και την κακία, να διορθώνει τους παρεκτρεπόμενους και να τους μορφώνει σε κάθε αρετή, έτσι ώστε ο άνθρωπος του Θεού να είναι τέλειος, ακέραιος, συγκροτημένος και ικανός για κάθε έργο αγαθό. (Β΄ Τιμ. 16-17).
Η Ορθοδοξία, επομένως, δεν είναι ένα μουσείο απολιθωμάτων, προς πληροφόρηση και ξενάγηση, αλλά η πίστη της ζώσας Ορθόδοξης Εκκλησίας, την οποία καλούνται οι Χριστιανοί να προσεγγίζουν, ως πραξιακή πρόκληση, δηλαδή ως Ορθοπραξία ζωής.
Ο Μακαριστός Μητρ. Καστορίας Σεραφείμ έγραφε ότι «Αν χωρίσουμε αυτά τα δύο, τότε θα έχουμε μόνο μία σκιά, που θα προβάλλει ένα ένδοξο παρελθόν στην πραγματικότητα αυτής της ζωής, χωρίς όμως ελπίδες για το μέλλον. "Ορθοδοξία" χωρίς ορθοπραξία είναι χειρότερο από την αίρεση».
Όλα όσα περιλαμβάνει η ορθόδοξη πίστη συναποτελούν τον τρόπο ζωής, που προτείνει η Εκκλησία μας, εμπνευστικά, διά του Αγίου Πνεύματος, σε όλους τους πιστούς, προκειμένου να μπορέσουν, έτσι, να οδηγηθούν, εν ελευθερία, στην μετάνοια, στην κάθαρση και στη θεραπεία της καρδίας, να αγαπήσουν τον Θεό και τον συνάνθρωπο, εν αληθεία, και να αρχίσει να φανερώνεται μέσα τους, εντός του ιστορικού παρόντος, η αιώνια Βασιλεία του Θεού και η ελπίδα για την κληρονομία της.
Παρατηρώντας κανείς, τον τελευταίο καιρό, την έξαρση της εγκληματικότητας, αντιλαμβάνεται ότι η αξία και σημασία της τηρήσεως της Ορθόδοξης πίστεως και ζωής είναι τεράστια και ανεκτίμητη, σε σχέση με την επίτευξη του οντολογικού σκοπού και προορισμού των ανθρώπων, ως κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού δημιουργήματος.
Για να εφαρμόσουν όμως οι άνθρωποι και μάλιστα οι Χριστιανοί την Ορθόδοξη πίστη είναι ανάγκη, πρωτίστως, να την γνωρίζουν καλώς, γνωστικά και βιωματικά, σε όλο της το βάθος. Αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της σχολικής ορθόδοξης αγωγής. Να προσφέρει δηλαδή στους νέους τη χριστιανική διδασκαλία της Εκκλησίας τους, με παιδαγωγικές μεθόδους και προϋποθέσεις, γνήσια και όχι μεταλλαγμένη, όπως ακριβώς αυτή διδάχτηκε και βιώθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και τους διαδόχους Του Αποστόλους και Αγίους.
Γι’ αυτό, άλλωστε, η ορθόδοξη αγωγή δέχτηκε και δέχεται λυσσαλέες επιθέσεις, τα τελευταία χρόνια από κάποια έσωθεν και έξωθεν κέντρα εξουσίας. Στόχος των επιθέσεων και των μεθοδεύσεων υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει η αμφισβήτηση ή η παραποίηση του προσώπου και του έργου του θεανθρώπου, προκειμένου να μειωθεί ή να αλλοιωθεί η ορθή πίστη σ’ Αυτόν και να επικρατήσει στη συνείδησή των νέων η κακοδοξία.
Ωστόσο, με την κακοδοξία, αφενός, μεταλλάσσεται και η Ορθοπραξία, ως εφαρμογή μιας μεταλλαγμένης Ορθοδοξίας και, αφετέρου, διακινδυνεύει, άμεσα, η οικείωση της εν Χριστώ σωτηρίας από τους ανθρώπους, για τους οποίους ο Θεός Λόγος, ενσαρκώθηκε απέθανε και ανέστη.
Το εγχείρημα να μην διδάσκονται ορθώς οι Χριστιανοί μαθητές την ορθή πίστη για τον Χριστό, ως Υιό και Λόγο του αληθινού Θεού και ως Σωτήρα του Κόσμου και του ανθρώπου, διευκολύνει και προωθεί στη συνείδησή τους τη σύγχυση και την εξίσωση του αληθινού Θεού με άλλους ανθρωπόμορφους θεούς των θρησκειών, με στόχο την ακύρωση, για τους ορθόδοξους νέους, του σωτηριακού έργου της Θείας Αποκαλύψεως.
Αυτονόητο είναι ότι όλα αυτά τα σχέδια ματαιώνονται, εάν διδάσκονται οι ορθόδοξοι νέοι μας και στην οικογένεια και στο σχολείο τους Ορθόδοξες – Χριστοκεντρικές διδασκαλίες, χωρίς αλλοιώσεις και εμβόλιμες μεταλλάξεις.
Η καλλιέργεια και διαμόρφωση της χριστιανικής συνειδήσεως αφορά στην όλη πνευματική τους δομή, που συγκροτεί τόσο την πίστη τους, ως Ορθοδοξία, όσο και τη ζωή και συμπεριφορά τους, ως Ορθοπραξία.
Η Ορθοπραξία, μάλιστα, ως εφαρμογή της Ορθής πίστεως, δεν γεμίζει μόνον την ανθρώπινη ύπαρξη από ελπίδα για την απόλαυση των αιωνίων αγαθών του μέλλοντα αιώνα, αλλά αγαθοποιεί πνευματικά και την εν γένει προσωπική, κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική ζωή του παρόντα αιώνα.
Γι’ αυτό ο Παναγιώτατος Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, σε επιστολή – Χαιρετισμό του προς το διήμερο πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για το μάθημα των θρησκευτικών, που πραγματοποιήθηκε στη θεσσαλονίκη στις 11 και 12 Μαρτίου 2013, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Το πρόγραμμα της εκπαιδεύσεως πρέπει να είναι χριστοκεντρικόν και να έχει ως βαθύτερον στόχον την πνευματικήν καλλιέργειαν των μαθητών, με την συνείδησιν ότι, εάν οι μαθηταί μάθουν να εφαρμόζουν το θέλημα του Θεού εις την ζωήν των, θα κερδίσουν όχι μόνον την παρούσαν αλλά και την αιώνιον».
Στην κατεύθυνση αυτή, επίσης, ο Πατριάρχης μας, ομιλώντας, το 2005 στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Μακεδονίας, κατά την τελετή ανακηρύξεώς του ως Επιτίμου Διδάκτορος, απάντησε, προφητικά, στις διάφορες ενέργειες που γίνονταν και συνεχίζουν να γίνονται, από τότε μέχρι σήμερα, για να μεταλλαχθεί η ορθόδοξη αγωγή στα σχολεία μας και να γίνει ουδέτερη ή θρησκειολογική: «Σας είναι γνωστόν ότι κατά τους τελευταίους χρόνους οξεία διεξάγεται συζήτησις περί της χρησιμότητος της θρησκευτικής αγωγής εις την δημοσίαν εκπαίδευσιν. Οι μεν, επικαλούμενοι την παράδοσιν του Γένους ημών και την εισφοράν της Εκκλησίας εις την διατήρησιν της πολιτιστικής ταυτότητος ημών, ως και πολλά άλλα επιχειρήματα, φρονούν ότι η θρησκευτική αγωγή είναι λίαν απαραίτητος και χρήσιμος διά τους νέους και το κράτος. Οι δε, επικαλούμενοι κυρίως την θρησκευτικήν ελευθερίαν και την λεγομένην ουδετερότητα του κράτους έναντι των θρησκειών, προτείνουν να καταργηθή τελείως η θρησκευτική αγωγή από την δημοσίαν εκπαίδευσιν ή τουλάχιστον να μετατραπή εις θρησκειολογικήν εγκυκλοπαιδικήν γνώσιν… Η χριστιανική θρησκευτική αγωγή συντελεί εις το να αποκτήση ο νέος ηθικάς αρχάς συμπεριφοράς. Βεβαίως, πολλαί πηγαί ηθικής προτείνονται, αλλά εκείνη η οποία ασκεί την εντονωτέραν επίδρασιν εις την ψυχήν του παιδός και του νέου είναι η έχουσα, ως αναφοράν της, την πίστιν εις τον Θεόν της αγάπης, τον πάνσοφον και πατρικόν, ο οποίος δίδει οδηγίας συμπεριφοράς, ακριβώς διά το καλόν του ανθρώπου. Αι εγκληματολογικαί στατιστικαί και αι κοινωνιολογικαί έρευναι παρέχουν πλήθος στοιχείων πειθόντων και τους πλέον δυσπίστους ότι οι στερούμενοι υγιούς χριστιανικής θρησκευτικής πίστεως και αγωγής είναι επιρρεπείς εις τας παραβάσεις και την αντικοινωνικήν συμπεριφοράν, την χρήσιν εξαρτησιογόνων ουσιών και την αποφυγήν της παραγωγικής εργασίας».
Εξετάζοντας το θέμα, από πλευράς ηθικοκοινωνικής ζωής, εκφράζει παρόμοια θέση και ο μακαριστός Γ. Κρίππας, δρ. Συνταγματικού Δικαίου, σε μελέτη του με τίτλο: «Το μάθημα των Θρησκευτικών, από απόψεως νομικής και εγκληματολογικής». Σε αυτό διαπιστώνει ότι η ορθόδοξη σχολική διδασκαλία παρέχει τρόπο αγωγής, όπου οι μαθητές αποκτούν, όχι απλές γνώσεις, αλλά ορθόδοξη θρησκευτική συνείδηση, ηθική διδασκαλία και ηθικές αρχές. Παραθέτει μάλιστα τις θέσεις πολλών Ελλήνων και Ευρωπαίων εγκληματολόγων, οι οποίοι συνηγορούν στο ότι η χριστιανική διδασκαλία και ηθική συμβάλλει τόσο στην πρόληψη της εγκληματικότητας όσο και στη θεραπεία και αποκατάσταση των εγκληματιών.