Κατήχηση: Ένας Άγιος στο δρόμο της Προσφυγιάς. Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (ο Χατζρφεντής). Σεβασμός στον ιερέα. [2015]

agios arsenios o kappadokhs 01


Α´. Βιογραφική διήγηση

Σιγοκάπνιζαν ἀκόμη τά ἀποκαΐδια ἀπό τίς φλόγες τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, ὅταν «οἱ Μεγάλες Δυνάμεις» ἀποφάσισαν νά ξεριζώσουν ὁριστικά τόν Ἑλληνισμό ἀπό τήν Μ. Ἀσία καί  νά  διώξουν μιά γιά πάντα καί τούς τελευταίους Ἕλληνες πού εἶχαν ἀπομείνει.  Ἔτσι  ἔδωσαν διαταγή νά  γίνει «γενική καί ὑποχρεωτική ἀνταλλαγή πληθυσμῶν» τῶν Τούρκων πού παρέμεναν ἀκόμη στήν  Ἑλλάδα καί τῶν Ἑλλήνων πού κατοικοῦσαν στή Μ.  Ἀσία.
Ἡ πρωτάκουστη ἀπόφαση ἁπλώθηκε ἀπό τίς παραλιακές πόλεις τῆς Ἰωνίας καί τοῦ Πόντου καί ἔφθασε στό ἐσωτερικό τῆς Μ. Ἀσίας, στήν Καππαδοκία. Ἐκεῖ, μέ κέντρο τήν ἐπισκοπή τῆς Καισαρείας, ζοῦσαν ἀπομονωμένοι, σχεδόν ξεχασμένοι, κάποιοι Ἕλληνες, ἀκρίτες τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας.
Φόρτωσαν στά κάρα τους τά  λιγοστά τους ὑπάρχοντα, πῆραν στήν ἀγκαλιά τους  τά εἰκονίσματα  καί τά λείψανα τῶν ἁγίων τους κι ἄρχισαν νά κατηφορίζουν πρός τά   παράλια τῆς Ἰωνίας.
Ξεκίνησαν κι οἱ Ἕλληνες ἀπό τά Φάρασα, κεφαλοχώρι ἀνάμεσα σέ ἄλλα ἕξι χωριά τῆς ἐπαρχίας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας, ἔχοντας μαζί τους καί τόν δικό τους ἅγιο. Μέ τή διαφορά ὅτι ὁ δικός τους ἅγιος ἦταν ὄρθιος καί περπατοῦσε ἀνάμεσά τους. Ἦταν ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ τους, ὁ Ἀρσένιος, ὁ Χατζεφεντής, ὅπως τόν ἀποκαλοῦσαν σεβαστικά. (Ἀφέντης: ὁ ἱερέας, Χατζῆς: ὅποιος εἶχε προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους).
Γέροντας 83 ἐτῶν, συνόδευε στόν μακρύ δρόμο τῆς προσφυγιᾶς τούς συμπατριῶτες του, πού τούς εἶχε ὑπηρετήσει ὡς Ἱερέας καί δάσκαλος πάνω ἀπό πενήντα   χρόνια.
Ἄς δοῦμε ὅμως σύντομα τή ζωή τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἱερέα Ἀρσενίου  μέχρι  αὐτή  τή φοβερή στιγμή  πού ἀναγκάστηκε μαζί μέ τό ποίμνιό του νά ἐγκαταλείψουν τό χωριό   τους.
Γεννημένος στά Φάρασα ὁ Θεόδωρος - ὅπως ἦταν τό βαπτιστικό του ὄνομα - μετά τίς σπουδές του στή Σμύρνη καί στήν Καισάρεια ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα   Ἀρσένιος.
Στά χρόνια ἐκεῖνα τά δύσκολα, οἱ Ἕλληνες τῆς Καππαδοκίας πάλευαν νά κρατήσουν τήν πίστη τους μέσα στή βία τῶν Τούρκων, ἀλλά καί τή σκληρή προπαγάνδα τῶν Προτεσταντῶν, πού ἐπεδίωκαν μέ αἱρετικούς δασκάλους νά παρασύρουν τούς Ὀρθοδόξους. Γι’ αὐτό ὁ ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας διόρισε δάσκαλο στά Φάρασα τόν νεαρό τότε διάκονο Ἀρσένιο. Κι ἐκεῖνος ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῶν παλιῶν δασκάλων τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ, ἀνέλαβε νά κρατήσει  ἀναμμένο  τό  κεράκι  τῆς Ὀρθοδοξίας στίς ψυχές τῶν μικρῶν μαθητῶν  του.
 

Ἡ διδαχή του ὅμως ἀπευθυνόταν καί  στούς  ἡλικιωμένους.  Τά  χειμωνιάτικα βράδια  μαζεύονταν στό σπίτι του οἱ χωρικοί, γιά ν’ ἀκούσουν τίς ἱστορίες τοῦ Χατζεφεντῆ. Κι οἱ ἱστορίες του ἦταν πότε κά- ποια παραβολή τοῦ Εὐαγγελίου, πότε ὁ βίος τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας ἤ περιστατικά ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Γιά ἀμοιβή ζητοῦσε νά διηγοῦνται αὐτές τίς ἱστορίες στά παιδιά καί στά ἐγγόνια τους ἀντί γιά παραμύθια.
Σάν ἱερέας καί πνευματικός ὁ Ἀρσένιος ἔγινε ὁ στοργικός πατέρας πού ἀγρυπνοῦσε γιά τίς ψυχές τῶν Φαρασιωτῶν, ἀλλά καί ὅλων τῶν Χριστιανῶν τῆς περιοχῆς. Περιόδευε συχνά σέ ὅλη τήν ἐπαρχία   τῆς Καισάρειας, πεζοπορώντας πάντα, καί δέν ἐδίσταζε νά διανύσει πολλά χιλιόμετρα  γιά  νά  ἐπισκεφθεῖ ἔστω καί μιά χριστιανική οἰκογένεια πού ζοῦσε ἀπομονωμένη σέ κάποιο    τουρκοχώρι.
Δίδασκε, ἐξομολογοῦσε, κυρίως ὅμως προσευχόταν καί νήστευε. Ἡ ἀσκητική του ζωή καί ἡ καθα-  ρή, ἡ φιλόθεη καί φιλάνθρωπη ψυχή του, ἔλαβε ἀπό τό Θεό τήν ἰδιαίτερη χάρη νά κάνει θαύματα. Ἕλληνες ἀλλά καί Τοῦρκοι τόν σέβονταν, τόν τιμοῦσαν καί κατέφευγαν στό κελλί του σέ κάθε τους δυσκολία. Ὁ Ἀρσένιος κρατοῦσε μέ αὐστηρότητα ἀκέραιη τήν ὀρθόδοξη πίστη, τήν ἀγάπη ὅμως τή μοίραζε σ' ὅλους τούς πονεμένους, χωρίς  διακρίσεις.
«Στήν πατρίδα μας τί θά πεῖ γιατρός δέν ξέραμε, διηγοῦνταν οἱ Φαρασιῶτες. Στόν Χατζεφεντή τρέ- χαμε». Κι ἐκεῖνος, ἀντί γιά ἄλλη ἰατρική συνταγή, τούς διάβαζε κάποια εὐχή ἀπό τό εὐχολόγιο καί γί- νονταν καλά.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1924 ἡ ἐπίγεια ζωή τοῦ ἁγίου Γέροντα πλησίαζε στό τέλος της. Ὁ Θεός ὅμως τοῦ ἀνέθεσε μιά τελευταία ἀποστολή. Νά βοηθήσει τούς συμπατριῶτες του στή δύσκολη ὥρα πού θά ἐγκατέλειπαν τά πατρικά τους  χώματα.
Πολύ πρίν φτάσει ἡ εἴδηση γιά τήν ἀνταλλαγή, ὁ Χατζεφεντῆς προετοίμασε τούς Φαρασιῶτες. Συμβούλευε νά μήν ἀνοίγονται σέ δουλειές, ἀλλά νά κάνουν οἰκονομίες, ὥστε νά ἔχουν χρήματα γιά τό μεγάλο ταξίδι τῆς  προσφυγιᾶς.
Μόλις ἦρθε ἡ ἐντολή γιά ἀναχώρηση καί ἐνῶ ὅλοι ἑτοιμάζονταν βιαστικά,  ἔκανε  καί  κεῖνος  τίς δικές του ἑτοιμασίες. Βάφτισε πρῶτα ὅλα τά ἀβάπτιστα βρέφη κι ὕστερα ἔσκαψε μέσα στήν ἐκκλησιά  καί στό κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ κι ἔκρυψε μέ προσοχή τά ἱερά σκεύη πού δέν ἦταν εὔκολο νά μεταφερθοῦν. Καί σάν καλός πατέρας προσπαθοῦσε νά  γλυκάνει  τίς  ψυχές  τῶν συμπατριωτῶν του  πού ’χαν πικραθεῖ ἀπό τό φοβερό αὐτό ξεριζωμό, λέγοντάς τους ὅτι θά ζήσουν πιά ἐλεύθεροι στήν Ἑλλάδα.
Τό ταξίδι τῶν προσφύγων ἄρχισε τόν Αὔγουστο τοῦ 1924. Ὁ Ἀρσένιος πολλές μέρες βάδιζε πεζός, πιστός στήν ἀρχή του νά μήν ἀνεβαίνει σέ ζῶα, ἀλλά νά πεζοπορεῖ ὅπως καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς  Χριστός. Στό τέλος τόν ἔβαλαν μέ τό ζόρι σ’ἕνα κάρο, ἀπ’ τό φόβο μήν ἀρρωστήσει καί χάσουν τήν εὐλογημένη παρουσία του.
Ἐκεῖνος ὅμως τό εἶχε δηλώσει καθαρά: «Στήν Ἑλλάδα θά ζήσω μόνο σαράντα ἡμέρες καί  θά  πεθάνω σ’ ἕνα νησί».
Ἔτσι κι ἔγινε. Οἱ Φαρασιῶτες μέ τόν ἅγιό τους ἱερή συντροφιά, τακτοποιήθηκαν προσωρινά στό κάστρο τῆς Κέρκυρας. Ὁ Ἀρσένιος σέ λίγες μέρες ἀρρώστησε καί, παρά  τή φροντίδα  καί  τήν  ἀγάπη τους, ἔφυγε γιά τήν ἀληθινή ζωή τοῦ οὐρανοῦ στίς 10 Νοεμβρίου 1924. Στό χέρι του βρῆκαν νά κρατᾶ    τό  δικό  του  θησαυρό  ἀπ’  τήν  πατρίδα.  Ἕνα  τεμάχιο  ἀπ’  τό  ἱερό  λείψανο  τοῦ  ἁγίου  Ἰωάννου    τοῦ
 

Χρυσοστόμου, πού εἶχε πάρει ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῶν   Φαράσων.
50 ὁλόκληρα χρόνια ἀγωνιζόταν νά προστατεύσει τό μικρό του ποίμνιο ἀπό τούς ἐχθρούς πού τό πολιορκοῦσαν. Κι ὅταν τό ὁδήγησε ἀσφαλές στήν Ἑλλάδα, πῆγε κι ἐκεῖνος νά ἀναπαυθεῖ κοντά  στόν  καλό ποιμένα, τόν Ἰησοῦ  Χριστό.
Οἱ πρόσφυγες δέν τόν λησμόνησαν. Οἱ μαρτυρίες τους γιά τήν ἁγία ζωή του ἀλλά καί τά συνεχιζόμενα θαύματά του ὁδήγησαν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό Φεβρουάριο τοῦ 1986, νά συναριθμήσει τόν Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη «μετά τῶν ἁγίων» τῆς Ἐκκλησίας   μας.

 

Β´ Επεξεργασία

– (...)

Μᾶς μιλᾶ γιά τόν ἅγιο Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερέας στά Φάρασα τῆς Καππαδοκίας. Μᾶς μιλᾶ γιά  τή μεγάλη ἀγάπη πού ἔτρεφε πρός τούς χριστιανούς τῶν Φαράσων καί τή προσφορά του πρός αὐτούς.

– (...)

Γεννήθηκε τό 1840 στά Φάρασα, ἕνα χωριό τῆς Καππαδοκίας. Πρίν λάβει τό μοναχικό ὄνομα Ἀρσένιος,  λεγόταν Θεόδωρος.

Μάθαινε γράμματα τά παιδιά τους. Τούς δίδασκε  τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη, ὥστε  νά  μήν παρασύρονται ἀπό τούς αἱρετικούς. Τούς παρουσίαζε ἱστορίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων, προκειμένου νά παρακινοῦνται στή χριστιανική ζωή. Ἐπισκεπτόταν καί τίς πιό ἀπομακρυσμένες χριστιανικές οἰκογένειες πεζοπορώντας πολλά χιλιόμετρα, καί μάλιστα ξυπόλυτος. Προσευχόταν γιά χάρη τους. Μέ τό προφητικό χάρισμα πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός τούς προετοίμαζε γιά τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἑλλάδα, βαπτίζοντας τά μικρά παιδιά, γιά νά μήν πεθάνουν ἀπό τίς κακουχίες ἀβάπτιστα. Εἶχε ἀπό τόν Θεό καί τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, μέ τό ὁποῖο γιάτρευε καί θεράπευε τίς ἀσθένειες τῶν συγχωριανῶν  του.

Ἀσφαλῶς καί κάνουν θαύματα. Ὅλοι οἱ ἱερεῖς μέ τή χάρη καί τή δύναμη  τοῦ  Θεοῦ  κάνουν  θαύματα στόν καθένα μας. Μέ τήν προσευχή τους μετατρέπει ὁ Θεός τό ψωμί καί τό κρασί σέ Σῶμα  καί Αἷμα Χριστοῦ καί μποροῦμε καί κοινωνοῦμε μέ τόν Θεό. Μέ τήν προσευχή τους στήν ἱερά ἐξομολόγηση συγχωροῦνται  οἱ  ἁμαρτίες  μας καί  συμφιλιωνόμαστε πάλι  μέ τόν Θεό.  Ὁ ἱερεύς   εἶναι ἐκεῖνος πού τήν ἡμέρα τῆς Βαπτίσεώς μας καί τοῦ ἁγίου Χρίσματος, ἐπιτέλεσε ἕνα μεγάλο θαῦμα. Οἱ προσευχές του πρός τόν Θεό μᾶς ἀπελευθέρωσαν ἀπό τά δεσμά καί τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καί  γίναμε παιδιά τοῦ Χριστοῦ,  κ.ἄ.π.

Σέβομαι καί τιμῶ τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ.


Παιχνίδι: Μπάσκετ με καραμέλες

Χωρίζουμε τα παιδιά σε δύο ομάδες. Τοποθετούμε ένα ποτήρι στο γραφείο το οποίο θα είναι η μπασκέτα μας. Ορίζουμε μια απόσταση από την οποία θα ρίχνουν τα παιδιά και ξεκινάμε. Σε κάθε παιδί που είναι η σειρά του να παίξει του δίνουμε τρεις καραμέλες να ρίξει. Για κάθε καραμέλα που βάζει η ομάδα του παίρνει 10 βαθμούς ενώ αυτός που έβαλε "καλάθι" κρατάει την καραμέλα. Αφού παίξουν όλα τα παιδιά βγάζουμε τη νικήτρια ομάδα. Βολεύει, το ποτήρι που θα χρησιμοποιήσουμε να είναι μεγάλο για να μπαίνουν εύκολα τα   καλάθια.
Αν έχουμε λίγα παιδιά, δεν χωρίζουμε 2 ομάδες αλλά κάθε παιδί παίζει μόνο του και το παιχνίδι επαναλαμβάνεται για κάποιους γύρους. Στο τέλος μετράμε ποιος έχει αθροιστικά τη μεγαλύτερη βαθμολογία.