«Τούτο γαρ φρονείσθω εν υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού, ως εν μορφή Θεού ύπαρχων ούχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, άλλ' εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος». (Φιλ. 2, 57)
Εάν κατά τη ρήση τού Σολομώντα, «τοις πάσι χρόνος και καιρός τω παντι πράγματι υπό τον ουρανόν» (Εκκλησιαστής 3, 1), δεν είναι η ώρα σήμερα να μελετήσουμε με τον Απόστολο την θεία κένωση τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, καθώς Τον βλέπουμε να ταπεινώνει τον εαυτό Του στο μέγεθος του παιδιού, να κενούται ως τη φάτνη;
Οι άνθρωποι, παρασυρμένοι από τα πάθη τους προς τα ανθρώπινα επιτεύγματα, συχνά σκανδαλίζονται από την ταπείνωση τού Χριστού. Αφ' ότου όμως η εμπειρία τόσων αιώνων κατέδειξε ότι «ο Θεός αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Φιλιππησίους 2, 9, 10), επειδή από την ημέρα της Ανάστασής Του και της Ανάληψής Του αναρίθμητοι μάρτυρες αντίκρισαν τις δυνάμεις των επουρανίων να εκπληρώνουν υποτακτικά κάθε Του θέλημα, ενώ απεναντίας τις καταχθόνιες να απωθούνται, εν τω Ονόματί Του, στο βάθος των αβύσσων, και χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν την μακαριότητα τους λατρεύοντας το ίδιο αυτό Όνομα.
Επομένως, όταν μιλούμε σε ανθρώπους συναγμένους για να γονυπετήσουν ενώπιων τού ονόματος τού Χριστού, μπορούμε να απαλλαγούμε από τη φροντίδα να υπερασπιστούμε και να δικαιολογήσουμε την ταπείνωσή Του. Τίποτε δε μας εμποδίζει να θεωρήσουμε αυτή την ταπείνωση με την ευλάβεια που θεωρούμε τη μεγαλοσύνη Του.
Πόσο, αλήθεια, ο Υιός τού Θεού ταπεινώθηκε κατά την ενσάρκωσή Του! Και αυτή η ταπείνωση μας παραξενεύει ακόμη περισσότερο καθώς ενεργείται μέσα από ένα είδος αντιφατικής συμμόρφωσης με το αρχικό μεγαλείο τού ίδιου του ανθρώπου. Όντως, δεν είναι άσκοπα που η θεϊκή γλώσσα χρησιμοποιεί, για να περιγράψει αυτές τις αντίθετες καταστάσεις, την ιδία και μοναδική έκφραση: εικόνα και ομοίωσις. «Ποιήσωμεν άνθρωπον», λέει ο Θεός Δημιουργός, «κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν». Και ο Απόστολος λέει, μιλώντας για την ενσάρκωση τού Υιού τού Θεού: «μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος».
Ένας επιφανής άνθρωπος στη γη, όποιος κι αν ήταν, δεν θα χρειαζόταν να ταπεινωθεί πολύ για να μοιάσει με δούλο. Όταν όμως ο μέγας και δυνατός Θεός, που κάνει ακόμη και τους δούλους Του μεγάλα πρόσωπα, μεταμορφώνεται ο ίδιος κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν τού δούλου, αντικρίζοντας το ύψιστο μεγαλείο να υφίσταται μία τέτοια αμέτρητη ταπείνωση, είναι αδύνατο να μη δοκιμάσουμε ένα αίσθημα ιδιαίτερου θαυμασμού που φτάνει ως την συγκίνηση ή ως τη φρικίαση. Σε τέτοιο βαθμό ταπεινώθηκε ο Υιός τού Θεού κατά την ενσάρκωσή Του.
Μα πόσο ακόμη περισσότερο ταπεινώθηκε από τις περιστάσεις της επίγειας γέννησής Του! Έπρεπε να επιλέξει το λαό ανάμεσα στον οποίο θα γεννιόταν, και επέλεξε τον κατώτερο λαό της γης, ένα λαό που δεν είχε καλά καλά δική του κυβέρνηση, που ήταν συχνά υποδουλωμένος και κοντεύει να είναι ακόμη, που άλλοτε είχε ευλογηθεί αλλά είναι πολύ κοντά στην απόρριψη. Έπρεπε να επιλέξει μία πόλη και επέλεξε τη Βηθλεέμ, τόσο μικρή που ένας προφήτης θέλοντας να την επαινέσει, δεν μπορεί να αποσιωπήσει την κατηγορία που της αξίζει, και δε βρίσκει για να την εκφράσει παρά το όνομα τού Ιησού, τού ταπεινωμένου Θεού που θα γεννιόταν εκεί. «Και συ, Βηθλεέμ οίκος τού Εφραθά, ολιγοστός εκ τού είναι εν χιλιάσιν Ιούδα· εκ σου μοι εξελεύσεται τού είναι εις άρχοντα εν τω Ισραήλ, και αι έξοδοι αυτού άπ' αρχής εξ ημερών αιώνος» (Μιχαΐας 5, 1).
Έπρεπε να επιλέξει μία μητέρα και για να κρύψει για ένα ακόμη διάστημα από τους άπιστους το μυστήριο της σαρκώσεως, έπρεπε να της επισυνάψει με νομικά δεσμά και όχι σαρκικά έναν υποτιθέμενο πατέρα, και επέλεξε καταγόμενο, είναι αλήθεια, από βασιλικό γένος, για να πληρωθούν οι υποσχέσεις και οι προφητείες έναν ξυλουργό και μία φτωχή παρθένο που είχε απομείνει ορφανή. Μα δεν αρκούσαν αυτά. Εάν ο Κύριος τού κόσμου είχε γεννηθεί σε ένα φτωχικό κατάλυμα που ανήκε στον Ιωσήφ, ή τουλάχιστον νοικιαζόταν από αυτόν. Εάν η Μαρία τον είχε γεννήσει σε ένα φτωχικό λίκνο, η μορφή τού δούλου, που λάμβανε, δεν θα είχε ίσως όλα τα χαρακτηριστικά που την συνιστούν, επειδή θα μπορούσε να βρεθεί υποδεέστερος δούλος, ακόμη κατώτερος τού Ιωσήφ και ένα λίκνο ταπεινότερο από αυτό της Μαρίας.
Τι συνέλαβε λοιπόν η φαντασία τού άπειρα Μεγάλου αναζητώντας μία ατέλειωτη ταπείνωση; Ένα αυτοκρατορικό διάταγμα που διέταζε «απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην» (Λουκάς 2, 1) κινητοποίησε ολόκληρο τον πληθυσμό της Ιουδαίας, ώστε ο Ιωσήφ να μην μπορέσει να μείνει στην οικία του της Ναζαρέτ, ούτε να βρει ένα κονάκι να νοικιάσει στη Βηθλεέμ, όταν θα έρθει η μέρα να γεννηθεί ο αληθινός Βασιλέας της γης. Έτσι, ταπεινούμενος ως το μέγεθος τού παιδιού, ο Κύριος ταπεινώνεται ακόμη ως το σημείο να έχει μία φάτνη για λίκνο. «Και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκάς 2, 7).
Εάν, από αυτό τον ταπεινωμένο Θεό, φέρουμε το βλέμμα μας σε όλη την έκταση τού κόσμου μέσα στον οποίο και για τον οποίο ταπεινώνεται, αυτή η τερατώδης ταπείνωση παρουσιάζεται με νέες όψεις όχι λιγότερο εκπληκτικές. Εδώ μου έρχεται στη σκέψη η εικόνα τού Λόγου τού Θεού κατερχόμενου από τον ουρανό στη γη της Αιγύπτου, αυτήν που αποτυπώνει ο συγγραφέας τού βιβλίου της Σοφίας: «ησύχου γαρ σιγής περιεχούσης τα πάντα και νυκτός εν ιδίω τάχει μεσαζούσης, ο παντοδύναμός σου λόγος άπ' ουρανών εκ θρόνων βασιλείων απότομος πολεμιστής εις μέσον της ολεθρίας ήλατο γης» (Σοφία Σολομώντος 18, 14-15). Και στην κάθοδο όμως τού Σαρκωμένου Λόγου τού Θεού στη γη τού Ισραήλ, δεν βασίλευε η νύχτα, αφού, την ίδια τη στιγμή της γέννησής Του, «ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αύτη αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών» (Λουκάς 2, 8); Βαθειά σιγή δεν επικρατούσε πάνω στη γη, αφού μία μονάχα φωνή βοσκού ακούστηκε, και την άκουσαν βοσκοί στην ερημιά;
Τι φρικτός αιφνιδιασμός τού εκδικητή Λόγου τού Θεού, κατερχόμενου στην ολέθρια γη της Αίγυπτου για να πληρώσει «τα πάντα θανάτου» (Σοφία Σολομώντος 18, 16), χτυπώντας όλα τα πρωτότοκα της Αιγύπτου! Ωστόσο, όχι μόνο αυτό το απρόσμενο χτύπημα δεν ελάττωσε, αλλά μάλλον αύξησε τη δόξα τού εκδικητή τού Θεού που, χωρίς κανένα αισθητό μέσο, χωρίς καμμιά πράξη συλλαμβανόμενη με τις αισθήσεις, με μόνη τη δύναμη μιας σιωπηλής διαταγής, ή ακόμη, θα λέγαμε, με μόνη την παύση τού λόγου Του που δίνει ζωή σε κάθε δημιούργημα, ολοκληρώνει την τιμωρία της ασέβειας.
Διαφορετικά, αλλά όχι λιγότερο φρικτός είναι ο αιφνιδιασμός με τον οποίο ο απελευθερωτικός Λόγος τού Θεού, με την εν σαρκί γέννησή Του, έρχεται να επισκεφτεί ολόκληρη τη γη, γη ολέθρια επειδή «πάντες οι κάτοικοί της ήμαρτον και υστερούνται της δόξης τού Θεού» (Ρωμαίους 3, 24). Έρχεται, όχι πια σαν ένας φοβερός πολεμιστής απειλώντας με θάνατο κάθε ζώσα ύπαρξη, αλλά ως νεογέννητο, φέροντας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία τού θανάτου την ελπίδα για μία αναγεννημένη ζωή. Έρχεται, όμως αυτή η γη δεν πηγαίνει να Τον προϋπαντήσει, δεν Τον περιβάλλει, δεν Τού αποδίδει τιμές, δεν αντιλαμβάνεται καν το Σωτήρα της, δεν ακούει το σιωπηλό ρήμα τού Θεού μέσα από τη φάτνη. Μάταια σχεδόν η δόξα που είχε «παρά τω Πατρί, προ τού τον κόσμον είναι παρά σοί» ( Ιωάννης 17, 5), τον συνοδεύει δια στόματος αγγέλων, κατά την είσοδό Του στον κόσμο, και φθάνει μαζί Του ακόμη και ως τη γη: σε αυτή την ολέθρια γη, όπου σχεδόν δεν υπάρχουν αυτιά που να μην είναι κουφά από τις έγνοιες της ζωής, ανίκανα να Τον ακούσουν.
Το ίδιο μάταια σχεδόν ο πιο θεόπνευστος και λαμπερός αστέρας πραγματοποίησε ένα ασυνήθιστο ταξίδι για να σημάνει την Ανατολή, καταμεσής βαθειάς νύχτας, τού Ήλιου της Αλήθειας. Και μόλις που βρέθηκαν δυο-τρεις άνθρωποι ικανοί να κατανοήσουν αυτή την ένδειξη και έτοιμοι να την ακολουθούσουν, ενώ μάλιστα αυτό έγινε εν μέσω εθνών καθημένων εν σκότει και εν τη θανάσιμη σκιά τού παγανισμού, και ανάμεσα σε λάτρεις των αστεριών. Και η Ιουδαία, όπου «Γνωστός ο Θεός» (Ψαλμός 75, 2); Ούτε καν υποψιάζεται ότι «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Τιμόθεον Α' 3, 16). Και η Ιερουσαλήμ, «η πόλις τού Θεού» (Ψαλμός 86, 3); Δεν χαίρει μαζί με το Χριστό που έρχεται να τη σώσει, αλλά ταράζεται με τον Ηρώδη που ετοιμάζει τη σφαγή. Και οι αρχιερείς, οι διδάσκαλοι, που αρμόζει ιδιαίτερα σε αυτούς να είναι πιο κοντά στο Θεό και τα μυστήριά του, προσευχόμενοι και ερμηνεύοντες τον νόμο; Απαντούν θαυμάσια στο φιλοσοφικό ερώτημα: «που ο Χριστός γεννάται;» (Ματθαίος 2, 4) Και πάνω σε αυτό τους ικανοποιεί ότι δεν κρίνουν απαραίτητο να νοιαστούν περισσότερο για να μάθουν μήπως δε γεννηθεί πραγματικά.
Έτσι, όχι μόνο μέσα στη σκοτεινιά της φυσικής νύχτας, αλλά ακόμη και μέσα στα σκοτάδια, εξίσου βαθιά, της άγνοιας και της λήθης, στα οποία ζουν οι άνθρωποι, για Εσένα και τις βουλές Σου, «ο παντοδύναμός σου λόγος άπ' ουρανών εκ θρόνων βασιλειών, εις μέσον της ολέθριας ήλατο γης», και χωρίς να δώσει σημασία στο γεγονός ότι κανένας σχεδόν δεν Τον τιμούσε, κανένας δεν Τον αναγνώριζε, ούτε ζητούσε να Τον αναγνωρίσει, αντί να εξαπολύσει τη φοβερά Του κρίση, σιωπά εν μακροθυμία, όπου μέσα της βρίσκουν τη σωτηρία τους οι χαμένοι. Κατ' αυτό τον τρόπο δεν ταπεινώθηκε μόνο όντας κατ' εικόνα τού Θεού και ισόθεος, και όντας Θεός, αλλά πρόσθεσε ένα ακόμη βαθμό ταπείνωσης από την άγνοια και τη λήθη εκείνων για την αγάπη των οποίων ταπεινώθηκε!
Ας αποθαυμάσουμε, χριστιανοί, την εκούσια ταπείνωση στην οποία υποβιβάστηκε για μας ο μέγας Θεός μας και Σωτήρας μας. Κι αυτό λίγο είναι. Ας γονυπετήσουμε μπροστά σε αυτή την ταπείνωση. Μα ούτε αυτό αρκεί. «Τούτο γαρ φρονείσθω εν υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού», μας λέει ο Απόστολος. Να έχετε τα ίδια αισθήματα που είχε ο Χριστός, την ίδια προδιάθεση με Κείνον. Τι σημαίνει αυτό; Ο Απόστολος μας το εξηγεί ο ίδιος με τούτα τα λόγια που προηγούνται των άλλων: «μηδέν κατά ερίθειαν ή κενοδοξίαν, αλλά τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών» (Φιλιππησίους 2, 3). Είναι ολοφάνερο ότι μας διδάσκει εδώ, κατά το παράδειγμα τού Ιησού Χριστού, να μη σηκώνουμε το ανάστημά μας, να μην υπερηφανευόμαστε για τα προνόμιά μας, όποια κι αν είναι αυτά, αλλά να ταπεινωνόμαστε και μέσα μας και ενώπιον των άλλων.
Αυτός που έχει δούλους, ας αναθυμάται Αυτόν που έλαβε σχήμα δούλου, και ας μη ταπεινώνει πια αυτούς που ταπεινώθηκαν από τη μοίρα τους, και όπως Εκείνος υψώθηκε από το Θεό πάνω από αυτούς, ας μη γυρεύει να υψωθεί ακόμη ο ίδιος με την αλαζονεία του.
Αυτός που κατοικεί σ' ένα υπέροχο σπίτι, που κοιμάται στα πούπουλα, που είναι ντυμένος στα μετάξια, ας τα συγκρίνει αναθυμούμενος το στάβλο με τη φάτνη και τα κακότεχνα σπάργανα, και ας μη περιφρονεί πια αυτούς που μένουν σε χαμόσπιτα, που κοιμούνται πάνω σε άχυρα, που ντύνονται με κουρέλια και που ίσως, όχι μόνο με την εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά ακόμη και με την εσωτερική τους κατάσταση, μοιάζουν στο Χριστό πιο πολύ από αυτόν. Ο πλούσιος ας περηφανεύεται, λέει ο απόστολος Ιάκωβος «ο δε πλούσιος καυχάσθω εν τη ταπεινώσει αυτού» (Ιακώβου 1, 10).
Όσο για σένα που, κατά την έκφραση τού Αποστόλου, «επαναπαύη τω νόμω και καυχάσαι εν Θεώ, και γινώσκεις το θέλημα, και δοκιμάζεις τα διαφέροντα, κατηχούμενος εκ τού νόμου» (Ρωμαίους 2, 17-18) έ! εσύ, «ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω» (Κορινθίους Α' 1,31)! Όμως, «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση (Κορινθίους Α' 10, 12)! Προπαντώς ας μη καταδικάζει τους αδαείς, ας μη κοροϊδεύει αυτούς που πέφτουν. Ο Χριστός είναι το φως «ο φωτίζει πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιωάννης 1, 9): ίσως αυτοί που βλέπετε καθισμένους εν σκότει και σκιά θανάτου, γρήγορα θα φωτιστούν από αυτό το φως πολύ καλύτερα από σάς, ή ίσως να φέγγει μέσα τους από τώρα κιόλας, μέσα στην ψυχή τους. Κι ίσως οι μάγοι της παγανιστικής Ανατολής να βιάζονταν περισσότερο από σάς στην αναζήτηση τού Χριστού και να προηγηθούν από σάς στο πλησίασμά Του. Ίσως «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την Βασιλείαν τού Θεού» (Ματθαίος 21,31).
Η γλυκύτητα, η απλότητα, η ταπεινότητα, η επιείκεια ισούνται με τον τελευταίο των αδυνάτων, η εν ταπεινώσει ηρεμία, μια υπομονή που δοκιμάζεται από κάθε προσβολή «ιδού το φρόνημα το εν υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού».
Αμήν.
Από το βιβλίο «Η θεολογία της Καρδιάς- Άγιος Φιλάρετος Μόσχας - Κηρύγματα κι Ομιλίες», έκδ. Ίνδικτος.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον