Λόγος ΝΗ΄: Περί της βλάβης του ζηλού του μωρού του ως εν προσώπω του Θεού, περί τε της βοήθειας της εκ της πραότητος και άλλων τρόπων.
Άνθρωπος ζηλωτής ουδέποτε φθάνει την ειρήνην της διανοίας, ο δε αλλότριος της ειρήνης, αλλότριος εστί της χαράς. Εάν γαρ λέγηται η ειρήνη της διανοίας υγεία τελεία, ο δε ζήλος ενάντιος της ειρήνης, λοιπόν νόσον μεγάλην νοσεί ο έχων ζήλον πονηρόν. Ω άνθρωπε, ο εξ εναντίας των αλλοτρίων νοσημάτων δοκών εκφέρειν τον ζήλον σου, την υγείαν της ψυχής σου εδίωξας. Προς υγείαν ούν της ψυχής σου φιλοπόνησον. Εάν δε τους ασθενείς επιθυμείς θεραπεύσαι, γνώθι ότι οι άρρωστοι επιμελείας χρήζουσι μάλλον ή του επιτιμίου. Πάλιν επειδάν άλλοις συ ου βοηθής, σεαυτόν εις μεγάλην νόσον εμβάλλεις οδυνηρώς. Ουκ εκ των ειδών της σοφίας ψηφίζεται ο ζήλος εν ανθρώποις, άλλ’ εκ των νοσημάτων της ψυχής, όπερ εστί στένωσις φρονήματος και πολλή άγνοια.
Αρχή σοφίας Θεού επιείκεια και πραότης, ήτις εκ μεγάλης ψυχής γίνεται και βαστάζει τάς ασθενείας των ανθρώπων. «Ημείς», γαρ φησίν, «οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζετε», και τον πταίοντα «διορθώσασθε εν πνεύματι πραότητος». Εκ των καρπών του Πνεύματος του αγίου αριθμεί ο Απόστολος την ειρήνην και την υπομονήν.
Καρδία πεπληρωμένη λύπης υπέρ της ασθενείας και αδυναμίας της υπέρ των σωματικών πράξεων των φανερών αναπληροί τον τόπον πάντων των σωματικών έργων. Αι πράξεις του σώματος εκτός της λύπης της διανοίας, ώσπερ σώμα άψυχον εστίν. Ό τη καρδία περίλυπος και ταίς αισθήσεσιν αυτού απολελυμένος, ώσπερ άρρωστος εστίν, ο πονών σωματικώς και το στόμα αυτού λελυμένον έχων εις πάν βρώμα βλάπτον αυτόν. Ό τη καρδία περίλυπος και ταίς αισθήσεσιν αυτού λελυμένος, ως άνθρωπος εστίν έχων μονογενη υίόν και θύων αυτόν ταίς χερσίν αυτού κατά μικρόν και μικρόν. Η λύπη της διανοίας δόσις τίμια παρά τω Θεώ, και ο βαστάζων αυτήν καθώς πρέπει, ώσπερ άνθρωπος εστί βαστάζων εν τοις μέλεσιν αυτού αγιότητα. Άνθρωπος ο απολύσας την γλώσσαν αυτού κατά των ανθρώπων, εν αγαθοίς η κακοίς πράγμασιν, ουκ εστίν άξιος της χάριτος ταύτης. Μετάνοια μετά συντυχιών πίθος τετριμμένος. Φιλοτιμία μετά κολαφισμών μάχαιρα βεβαμμένη εν μέλιτι.
Σωφροσύνη και ομιλία μετά γυναικός ως λέαινα μετά προβάτου εν οίκω ενί. Έργα μετά ανελεημοσύνης ενώπιον του Θεού, ως άνθρωπος θύων υιόν ενώπιον του πατρός αυτού. Ό τη ψυχή ασθενών, και διορθούμενος τους εταίρους αυτού, ώσπερ άνθρωπος εστί τυφλός τοις οφθαλμοίς και δεικνύων άλλοις την οδόν.
Η ελεημοσύνη και η δικαιοκρισία εν μιά ψυχή, ως άνθρωπος προσκυνών τω Θεώ και τοις ειδώλοις εν ενί οίκω. Η ελεημοσύνη εναντία εστί τη δικαιοκρισία. Η δικαιοκρισία εστίν ισότης του μέτρου του ίσου εκάστω γαρ ως εστίν άξιον δίδωσι, και ουκ εκκλίνει εις εν μέρος ή προσωποληπτεί εν ανταποδώσει. Η ελεημοσύνη δε λύπη εστί κινούμενη εκ της χάριτος και τοις πάσιν εκκλίνει συμπαθώς, και τον άξιον της κακώσεως ουκ ανταποδίδοι και τον άξιον του αγαθού υπερεμπιπλά αυτόν. Και εάν αύτη εκ του μέρους της δικαιοσύνης εστί, λοιπόν εκείνη εκ του μέρους της κακίας. Ώσπερ χόρτος και πυρ ούχ υπομένουσιν εν ενί οίκω, ούτως ουδέ η δικαιοκρισία και η ελεημοσύνη εν μια ψυχή. Ώσπερ ου συσταθμίζεται κόκκος ψάμμου προς βάρος πολύ χρυσίου, ούτως η χρεία της δικαιοκρισίας του Θεού ου συσταθμίζεται προς ομοίωσιν της ελεημοσύνης αυτού.
Ώσπερ δράξ ψάμμου πίπτουσα εις μεγάλην θάλασσαν, ούτω τα πταίσματα πάσης σαρκός προς ομοίωσιν της προνοίας και του ελέους του Θεού. Και ώσπερ ου φράττεται πηγή πηγάζουσα πλουσίως εις δράκα χοός, ούτως ου νικάται η ελεημοσύνη του δημιουργού υπό της κακίας των κτισμάτων. Ώσπερ τις σπείρων εν τη θαλάσση και προσδοκών θερίσαι, ούτως ο μνησικακών και προσευχόμενος. Ώσπερ ου δυνατόν την λαμπηδόνα του πυρός αποκλείσαι του μη ανελθείν άνω, ούτως ουκ εμποδίζονται αί ευχαί των ελεημόνων του ανελθείν εις ουρανόν. Ώσπερ η ρύσις του ύδατος εις τον κατωφερή τόπον, ούτως η δύναμις του θυμού όταν εύρη τόπον εν τη διανοία ημών. Ό κτησάμενος την ταπείνωσιν εν τη εαυτού καρδία, ούτος νεκρός τω κόσμω γέγονε. Και ο νεκρωθείς τω κόσμω, ενεκρώθη τοις πάθεσιν, ο δε νεκρωθείς τη καρδία εκ των ιδίων αυτού, ο διάβολος. Ό ευρών τον φθόνον, εύρε μετ’ αυτού τον διάβολον.
Έστι ταπείνωσις εκ του φόβου του Θεού, και εστί ταπείνωσις εκ της αγάπης του Θεού. Και εστίν ο δια τον φόβον του Θεού ταπεινούμενος, και εστίν ο δια την χαράν ταπεινούμενος. Και εκείνω μεν τω δια τον φόβον του Θεού ταπεινουμένω ακολουθεί επιείκεια των μελών μετά ευτάκτων αιθήσεων και καρδία συντετριμμένη εν παντί καιρώ · τούτω δε τω δια την χαράν ταπεινουμένω ακολουθεί απλότης πολλή και καρδία αυξάνουσα και ακράτητος.
Η αγάπη ου γινώσκει την αιδώ, δια τούτο ου γινώσκει δούναι σχημα εις εύταξίαν των μελών αυτής. Η αγάπη φυσικώς έχει το μη αιδείσθαι και λαθείν το μέτρον αυτής.
Μακάριος ο ευρών σε τον λιμένα πάσης χαράς. Αγαπητόν εστίν υπό του Θεού το άθροισμα των ταπεινών ως το άθροισμα των Σεραφίμ. Τίμιον εστί παρά τω Θεώ σώμα σώφρον πλείον θυσίας καθαράς. Τα δύο γαρ, ήγουν η ταπείνωσις και η σωφροσύνη, ενέχυρον εκ της Τριάδος ετοιμάζουσιν εν τη ψυχή.
Προς τους φίλους σου εν ευλαβεία πορεύθητι, και όταν ποίησης τούτο, και σαυτόν και αυτούς ωφελήσεις. Ότι πολλάκις προφάσει της αγάπης αποβάλλει η ψυχή τον χαλινόν της παραφυλακής. Εκ των συντυχιών παραφύλαξαι, ότι ουκ εν παντί καιρώ ωφελούσιν. Εν συναθροίσματι τίμα την σιωπήν ζημίαν γαρ πολλήν κωλύει αύτη.
Την κοιλίαν τήρει, ούχ ως την όρασιν πόλεμος γαρ οικείος αδιστάκτως κουφότερος του εξωτέρου. Μη πιστεύσης, ώ αδελφέ, ότι κωλύονται οι εσωτικοί λογισμοί, εκτός του καλώς και ευτάκτως το σώμα καταστήσαι.
Φοβήθητι τάς συνηθείας πλείω των εχθρών. Ό τρέφων παρ εαυτώ συνήθειαν, ως άνθρωπος εστί τρέφων πυρ. Το γαρ μέτρον της δυνάμεως των δύο εν ύλη συνίσταται. Η συνήθεια εάν ζητήση άπαξ και κωλυθή το αίτημα αυτής, άλλοτε ευρίσκεις αυτήν ασθενή. Και εάν ποίησης το θέλημα αυτής προσάπαξ, το δεύτερον πλείον ευρήσεις αυτήν ισχυροτέραν κατά σου.
Περι παντός πράγματος αύτη η μνήμη εμμεινάτω εν σοί. κρείττων γαρ εστίν η βοήθεια εκ της παραφυλακής υπέρ της βοήθειαν την εξ έργων. Του αγαπώντος τον γέλωτα και αγαπώντος θεατρίσαι τους ανθρώπους, φίλος μη γίνου· οδηγεί γαρ σε εις συνήθειαν χαυνώσεως.
Μετά του λελυμένου εν τη πολιτεία αυτού μη ιλαρύνης το πρόσωπον σου, φυλάττου δε του μη μισήσαι αυτόν. Και εάν βουλευθή αναστήναι, δός αυτώ χείρα και έως θανάτου μερίμνησον ευρείν αυτόν. Εάν δε ασθενής ακμήν, μισεί και την ιατρείαν. «Την γαρ αρχήν της ράβδου σου δός αυτώ», φησί, και τα εξης.
Ενώπιον υψηλόφρονος και νοσούντος φθόνον μετά παρατηρήσεως λαλεί. Ως γαρ συ λαλείς, αυτός ποιεί εν καρδία αυτού εξήγησιν των λόγων σου καθώς αγαπά και εκ των άγα·θών των εν σοι λαμβάνει ύλην εις το ποιήσαι άλλους προσκόψαι, και αλλάσονται οι λόγοι σου εν τη διανοία αυτόν προς την ύλην της αρρωστίας αυτού.
Επί του προηγουμένου καταλαλήσαι τον αδελφόν αυτού έμπροσθεν σου, στύγνασον το πρόσωπον σου. Και ότε τούτο ποιήσεις, ευρίσκη τω Θεώ και αυτώ παραφυλαττόμενος.
Εάν δώς τι τω χρήζοντι, προλαβέτω την δόσιν σου η ιλαρότης του προώπου σου, και λόγοις αγαθοίς παρακαλεί την θλίψιν αυτού. Και όταν ποίησης τούτο, νικά την δόσιν σου η ιλαρότης εν τη διανοία αυτού πλέον της χρείας του σώματος. Εν ημέρα, όταν ανοίξης το στόμα σου και λαλήσης τι κατά τίνος, λογίζου σαυτόν τω Θεώ νεκρόν και μάταιον εν πάσι τοις έργοις σου, καν δοκή ότι εν ευθύτητι και προς οίκοδομην ηρεθισέ σε ο λογισμός σου λαλήσαι. Τις γαρ ανάγκη καταλύσαι τίνα την ιδίαν οικοδομήν και διορθώσασθαι την του εταίρου αυτού;
Εν ημέρα, εν η λύπην έχεις περί τίνος εις τίνα τρόπον ασθενούντος υπέρ των αγαθών ή πονηρών, σωματικώς ή εννοία, μάρτυρα λογίζου σεαυτόν εν εκείνη τη ημέρα και ως παθών υπέρ του Χριστού διάκεισο, και αξιωθείς ομολογίας. Μνήσθητι γαρ, ότι ο Χριστός υπέρ των αμαρτωλών απέθανεν, ουχί υπέρ των δικαίων. Βλέπε πόσον εστί το πράγμα τούτο μέγα, το λυπείσθαι υπέρ των πονηρών και ευεργετείν τους αμαρτωλούς υπέρ τους δικαίους. Ο Απόστολος, ως θαύματος άξιον, μνημονεύει τούτου.
Εάν δυνηθής δικαιωθήναι εν σεαυτώ κατά ψυχήν σου, μη μεριμνήσης καταδιώξαι άλλην δικαιοσύνην. Εν πάσι τοις έργοις σου προηγησάσθω εν σοι η σωφροσύνη του σώματος και η καθαρότης της συνειδήσεως. Εκτός γαρ τούτων, μάταιον εστί παρά τω Θεώ πάν πράγμα.Έκαστον έργον, ό εάν ποιής χωρίς διαλογισμού και εξετάσεως, γνώθι ότι μάταιον εστί, καν πρεπώδες η. Διότι ο Θεός προς την διάκρισιν λογίζεται την δικαιοσυνην και ουχί προς την ενέργειαν την αδιάκριτον.
Λύχνος εν ηλίω δίκαιος ου σοφός.
Σπόρος επί πέτρας ευχη μνησίκακου.
Δένδρον άκαρπον, ασκητής ανελεήμων.
Βέλος ιώδες, έλεγχος από φθόνου.
Παγίς κεκρυμμένη, έπαινος δολίου.
Σύμβουλος μωρός, σκοπός τυφλός.
Καρδίας κλάσις, κάθισμα μετά ασυνέτων.
Πηγή γλυκεία, ομιλία συνετών.
Σύμβουλος σοφός, τείχος ελπίδος.
Φίλος μωρός και ασύνετος, ταμείον εστί ζημίας.
Κρείσσον εστί πενθούσαις οίκουντα ιδείν ή σοφόν ακολουθούντα μωρώ.
Κρείσσον εστίν οικήσαι μετά θηρίων, ή οικήσαι μετά των κακώς.
Κάθου μετά γυπών ή μετά πλεονέκτου και απλήστου.
Γίνου εταίρος τω φονευτή ή τω φιλονείκω.
Μετά χοίρου η μετά γαστριμάργου συλλαλεί κρείσσον γαρ δεξαμενή χοίρων ή στόμα φάγων.
Κάθου μεταξύ των λωβών ή μεταξύ των υπερηφάνων.
Καταδιώχθητι συ, και μη καταδίωξης.
Σταυρώθητι και μη σταυρώσης. Αδικήθητι, και μη αδικήσης.
Συκοφαντήθητι, και μη συκοφαντήσης. Γίνου επιεικής, και μη ζηλωτής εν κακώ.
Η δικαιολογία ουκ εστί της πολιτείας των Χριστιανών και ουκ εστί σεσημειωμένη εν τη διδαχή του Χριστού. Ευφραίνου μετά των ευφραινομένων, και κλαίε μετά των κλαιόντων. Τούτο γαρ εστί το σημείον της καθαρότητος. Μετά των αρρώστων αρρώστησον, μετά των αμαρτωλών πένθησον, μετά των μετανοούντων χάρηθι.
Φίλος γενού πάσιν ανθρώποις, και μόνος γενού εν τη διανοία σου. Κοινωνός γενού τοις παθήμασι των πάντων, και τω σώματι σου μακράν γενού εκ πάντων. Μη ελέγχε τίνα, μηδέ ονείδιζε, μηδέ τους λίαν κακούς εν τη πολιτεία αυτών.
Άπλωσον τον χιτώνα σου επί τον πταίοντα και σκέπασον αυτόν, και εάν μη δύνη επιθείναι εφ’ εαυτόν τα πταίσματα και δέξασθαι την παιδείαν και την αισχύνην άντ’ αυτού, καν υπόμεινον, και αυτόν μη καταισχύνης.
Γίνωσκε, ω αδελφέ, ότι δια τούτο χρη ημάς είναι εσωθεν Α της θύρας του κελλίου, ίνα μη γινώσκωμεν τα πράγματα των ανθρώπων τα κακά, και τότε θεωρούμεν πάντας αγίους και καλούς εν τη αγνεία της διανοίας ημών. Εάν δε γενώμεθα ελέγχοντες και παιδεύοντες, και κρίνοντες και εξετάζοντες, και εκδικούντες και μεμψίμοιροι, τι λοιπόν διαφέρει το κάθισμα ημών του καθίσματος των πόλεων; Και τι εστί χείρον του καθίσματος της ερημου, εάν μη ταύτα εάσωμεν;
Εάν ούχ ησυχάζης τη καρδία, ησύχασον καν τη γλώσση.Και εάν ου δύνη ευτάκτους τους λογισμούς σου διαθείναι, καν τάς αισθήσεις σου ευτάκτους ποίησον. Και εάν ουκ η μόνος εν τη διανοία σου, καν μόνος γενού τω σώματι σου. Και εάν ου δύνη εργάσασθαι τω σώματι σου, λυπήθητι καν κατά διάνοιαν. Και εάν ου δύνη ιστάμενος αγρυπνησαι, αγρύπνησον καθεζόμενος επί της κλίνης σου, ή και κείμενος. Και εάν ου δύνη διπλάς νηστεύσαι, καν νήστευσον έως εσπέρας. Και εάν ου δύνη έως εσπέρας, καν φύλαξον του μη χορτασθήναι. Ει ουκ ει άγιος εν τη καρδία σου, καν γενού αγνός τω σώματι σου. Εάν ου πενθής εν τη καρδία σου, καν ένδυσαι πένθος εν τω προσώπω σου. Εάν ου δύνη ελεήσαι, λάλει ως αμαρτωλός. Ουκ ει ειρηνοποιός, μη γίνου φιλοτάραχος. Ου δύνη σπουδαίος γενέσθαι, γίνου καν εν τω φρονηματί σου ως άοκνος. Ουκ ει νικητης, μη υψηλοφρονήσης κατά των υπευθύνων. Ουκ ισχύεις φράξαι το στόμα του καταλαλούντος κατά του εταίρου αυτού, φύλαξαι καν σαυτόν μη κοινωνήσαι αυτώ.
Γνώθι, ότι εάν εξέλθη εκ σου πυρ και κατακαύση άλλους, τάς ψυχάς τάς καιομένας εν τω πυρί σου ο Θεός εκ των χειρών σου εκζητήσει. Και εάν συ ου βάλης το πυρ, αλλά συνευδοκείς τω ρίπτοντι και εν τούτω αρέσκη, κοινωνός ει αυτού εν τη κρίσει. Εάν αγαπάς την πραότητα, γενού εν ειρήνη, και εάν αξιωθής της ειρήνης, χαρήση εν παντί καιρώ. Ζήτησον την σύνεσιν, και μη χρυσόν. Ένδυσαι την ταπείνωσιν, και μη την βύσσον. Κτήσαι την ειρήνην, και μη την βασιλείαν.
Ούκ εστίν ο συνιών, μη έχων ταπείνωσιν, και ο μη έχων ταπείνωσιν, ου μη συνή. Ουκ εστί ταπεινόφρων ο μη ειρηνικός, και ο μη ων ειρηνικός, ουδέ ταπεινόφρων. Και ουκ έστιν, ει μη χαίρων ειρηνικός. Εν πάσαις ταίς οδοίς, εν αις πορεύονται οι άνθρωποι εν τω κόσμω, ούχ ευρίσκουσιν εν αυταίς την ειρήνην, έως αν πλησιάσωσι τη ελπίδι του Θεού. Ουκ ειρηνεύει η καρδία εκ του κόπου και των προσκομμάτων, έως αν φθάση ταύτην η ελπίς και ειρηνεύσει την καρδίαν και εκχεεί την χαράν εν αυτή. Και αύτη εστίν, ην είπε το προσκυνητόν στόμα και πεπληρωμένον αγιότητος «δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Έγγισον, φησίν, εις το ελπίσαι εις εμέ, και αναπαύη εκ του έργου και του φόβου.
Η ελπίς του Θεού υψοί την καρδίαν, ο δε φόβος της γεέννης συντρίβει αυτήν. Το φως της διανοίας γεννά την πίστιν, και η πίστις γεννά την παράκλησιν της ελπίδος, η δε ελπίς κρατύνει την καρδίαν. Η πίστις εστίν η αποκάλυψις της συνέσεως, Και όταν σκοτισθή η διάνοια, κρύπτεται η πίστις και κατακυριεύει ημών ο φόβος και κόπτει την ελπίδα ημών. Η πίστις η εκ της μαθήσεως ουκ ελευθεροί τον άνθρωπον εκ της υπερηφανίας και του δισταγμού, άλλ’ η εν τη συνέσει ορωμένη και ανατέλλουσα, και καλείται επίγνωσις και φανέρωσις της αληθείας. Έως αν συνή ο νους τον Θεόν ως Θεόν εν φανερώσει της συνέσεως, ουκ εγγίζει ο φόβος τη καρδία. Όταν παραχωρηθώμεν εν τη σκοτώσει και απολέσωμεν ταύτην την σύνεσιν, έως άν ταπεινωθώμεν, συμβαίνει ημίν ο φόβος, έως προσπέλαση ημάς τη ταπεινώσει και τη μετάνοια.
Ο υιός του Θεού σταυρόν υπέμεινεν. Οι ούν αμαρτωλοί θαρσώμεν εν τη μετανοία. Ει γαρ το σχήμα της μετανοίας μετέβαλε την οργήν εκ του βασιλέως Αχαάβ, ουκ αχρειοί νυν ημάς η αλήθεια της μετανοίας ημών. Και ει εξ εκείνου του μη αληθεύοντος το σχήμα της ταπεινώσεως απέστρεψε την οργήν εξ αυτού, πόσω μάλλον εξ ημών των εν αληθεία λυπουμένων υπέρ των πταισμάτων ημών; Ικανή η λύπη της διανοίας αντί πάσης εργασίας σωματικής.
Ο άγιος Γρηγόριος λέγει «ναός της χάριτος εστίν ο συγκεκραμένος εν τω Θεώ και διαμένων εν φροντίδι της κρίσεως αυτού». Τι δε εστίν η μέριμνα της κρίσεως αυτού, ει μη το εκζητήσαι αεί την ανάπαυσιν αυτού και λυπείσθαι διηνεκώς, και φροντίζειν υπέρ του μη δύνασθαι φθάσαι την τελείωσιν δια την ασθένειαν της φύσεως ημών; Και η διηνεκής υπέρ τούτου λύπη εστί το βαστάζειν εν τη ψυχή αυτού την διηνεκή μνήμην του Θεού, καθώς είπεν ο μακάριος Βασίλειος.
Εύχη αμετεώριστός εστίν η εμποιούσα εν τη ψυχή έννοιαν Θεού εναργή. Και τούτο εστί του Θεού ενοίκησις, το δια της μνήμης ενιδρυμένον έχειν εν εαυτώ τον Θεόν. Ούτω γινόμεθα ναός Θεού. Τούτο δε εστί φροντίς και συντετριμένη καρδία εν τη ετοιμασία της αναπαύσεως αυτού.
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία