Αὐτοί πού δέν εἶναι καλά πνευματικά, εἶναι μερικοί ἱερωμένοι πού σπουδάζουν ψυχολογία, γιά νά βοηθήσουν τίς ψυχές (μέ ἀνθρώπινες τέχνες). Καί τό παράξενο εἶναι πού οἱ δάσκαλοί τους, οἱ ψυχολόγοι, δέν πιστεύουν στόν Θεό καί δέν παραδέχονται οὔτε ψυχή, ἤ τήν παραδέχονται μέ ἕνα δικό τους τρόπο (σχεδόν ὅλοι). Ἀπό αὐτήν τήν πράξη τούς οἱ κληρικοί αὐτοί φανερώνουν ὅτι πνευματικά εἶναι ἄρρωστοι καί ἔχουν ἀνάγκη ἀπό Ἁγιοπατερικές ἐξετάσεις, καί, ἀφοῦ θεραπευθοῦν, τότε θά διακρίνουν καί μόνοι τους τό ἄρρωστο αὐτό πνεῦμα καί θά γνωρίσουν παράλληλα καί τή θεία Χάρη, γιά νά χρησιμοποιοῦν στό ἑξῆς τίς ψυχές πού πάσχουν τήν θεία ἐνέργεια καί ὄχι τίς ἀνθρώπινες τέχνες.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βοηθηθεῖ νά πιστέψει στό Θεό καί στή μέλλουσα ζωή, τήν αἰώνιο – συλλάβει δηλαδή τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς – καί μετανοήσει, ἀλλάξει ζωή, ἔρχεται ἀμέσως ἡ θεία παρηγοριά μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο, διώχνοντας καί ὅλα τά κληρονομικά του. Ἔτσι ἔγινε σέ πολλούς ἀνθρώπους πού μετανόησαν, ἀγωνίστηκαν μέ φιλότιμο ταπεινά, χαριτώθηκαν, ἔγιναν καί Ἅγιοι καί τούς προσκυνᾶμε τώρα μέ εὐλάβεια καί ζητᾶμε καί τίς πρεσβεῖες τους, ἐνῶ πρίν εἶχαν πολλά πάθη καί κληρονομικά.
Ἐπί παραδείγματι, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς ὁ Αἰθίοψ, ἐνῶ πρίν ἦταν ὁ πιό αἱμοβόρος ληστής, μέ κληρονομική κακία, μόλις πίστεψε στόν Θεό, μετανόησε, ἀσκήθηκε, ἔφυγαν ὅλα τά πάθη, τόν ἐπισκέφθηκε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἀξιώθηκε νά λάβει ἀκόμα καί τό προφητικό χάρισμα. Πέρασε δέ στήν εὐαισθησία ἀκόμα καί τό Μέγα Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπό τή μεγαλύτερη ἀρχοντική οἰκογένεια τῆς Ρώμης, μέ κληρονομικές ἀρετές καί ἐπιστημονική μεγάλη μόρφωση.
Ἑπομένως, τό πᾶν εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τήν ψυχή μπορεῖ νά τήν βοηθήσει μόνο χαριτωμένος Πνευματικός, μέ πίστη, πού ἀγαπάει τήν ψυχή καί τήν πονάει, γιατί γνωρίζει τή μεγάλη της ἀξία, τήν βοηθάει στή μετάνοια, τήν ξαλαφρώνει μέ τήν ἐξομολόγηση, τήν ἐλευθερώνει ἀπό τό ἄγχος καί τήν ὁδηγεῖ στόν Παράδεισο ἤ πετάει τό λογισμό μέ τόν ὁποῖο βασανίζει τήν εὐαίσθητη ψυχή ὁ πονηρός, καί θεραπεύεται. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀρρώστια στόν κόσμο ἀπό τό λογισμό, ὅταν δηλαδή πείσει ὁ διάβολος τόν ἄνθρωπο μέ λογισμούς ὅτι δέν εἶναι καλά. Ὅπως δέν ὑπάρχει καί ἀνώτερος γιατρός σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ἀπό τόν ἔμπειρο Πνευματικό, πού ἐμπνέει ἐμπιστοσύνη μέ τήν ἁγιότητά του καί πετάει αὐτούς τούς λογισμούς ἀπό τά εὐαίσθητα πλάσματα τοῦ Θεοῦ καί θεραπεύει ψυχές καί σώματα δίχως φάρμακα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐξασφαλίζει καί τόν Παράδεισο.
Πηγή: (Γέροντος Παϊσίου "Επιστολές" Α’ ἔκδοση 1994, σελ. 102-103), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό