Το 1936, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε να πληρώσει το χρέος προς τη βελγική Τράπεζα Societe Commerciale de Belgique. Η βελγική κυβέρνηση προσέφυγε τότε στο Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου ζητώντας την ικανοποίηση των νομίμων δικαιωμάτων της Τράπεζας της. Η ελληνική κυβέρνηση επικαλέστηκε την οικτρή οικονομική κατάσταση του λαού και της χώρας, ενώ ο νομικός της εκπρόσωπος κατέθεσε το 1938 στο Δικαστήριο το ακόλουθο υπόμνημα:
«Ενίοτε μπορεί να υπάρξει μια έκτακτη κατάσταση η οποία κάνει αδύνατο για τις Κυβερνήσεις να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους δανειστές και προς τον λαό τους: οι πόροι της χώρας είναι ανεπαρκείς για να εκπληρώσουν και τις δυο υποχρεώσεις ταυτόχρονα. Είναι αδύνατο να πληρωθεί το χρέος και την ίδια ώρα να παρασχεθεί στον λαό η κατάλληλη διοίκηση και οι εγγυημένες συνθήκες για την ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Το οδυνηρό πρόβλημα προκύπτει όταν πρέπει να επιλέξει κανείς ανάμεσα στα δύο καθήκοντα. Το ένα πρέπει να υποχωρήσει έναντι του άλλου. Ποιο πρέπει να είναι αυτό; Ή θεωρία αναγνωρίζει σ’ αυτό το ζήτημα ότι το καθήκον μιας Κυβέρνησης να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημόσιων υπηρεσιών υπερτερεί έναντι της πληρωμής των χρεών της…. Στην περίπτωση όπου η πληρωμή του χρέους του θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ζωή ή τη διοίκηση, η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να διακόψει ή ακόμη και να μειώσει την εξυπηρέτηση του χρέους».
Ο δικτάτορας Μεταξάς τόλμησε να κάνει αυτό που δεν τόλμησε να κάνει ούτε η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση… ούτε η κυβέρνηση Σαμαρά.
Ας σημειωθεί ότι το διεθνές Δικαστήριο αποδέχτηκε το σκεπτικό της Ελλάδας και τη δικαίωσε, δημιουργώντας συγχρόνως ένα νομικό προηγούμενο που εκμεταλλεύτηκαν αργότερα αρκετές άλλες χώρες, όπως η Αργεντινή και ο Ισημερινός, που επίσης αρνήθηκαν να πληρώσουν τα επαχθή χρέη τους.