Τὰ ἔθνη, ἀγαπητοί μου, ἔχουν ἱστορία. Ὅπως ἱστορία ἔχουν καὶ τὰ ἄτομα. Κάθε ἄνθρωπος γράφει τὴν ἱστορία του πάνω στὴ γῆ. Κλείνει μέσα του θεϊκὲς δυνάμεις, ποὺ ἡ καλλιέργειά τους δημιουργεῖ μιὰ ποικιλία ἔργων, δημιουργεῖ πολιτισμό. Μικρὸς θεὸς ἀναδεικνύεται ὁ ἄνθρωπος ἀναπτύσσοντας τὸ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26) ποὺ ἔλαβε.
Ἀλλ᾽ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος παραμελήσῃ τὴν καλλιέργεια τῶν θεϊκῶν στοιχείων του καὶ θάψῃ τὰ τάλαντά του στὸν τάφο τῆς ὀκνηρίας καὶ πονηρίας, τότε καταντᾷ ἕνα ἁπλὸ βιολογικὸ ὄν, μὲ φυσικὲς μόνο ἀνάγκες, ἕνας πεπτικὸς σωλήνας ποὺ ἀκατάπαυστα γεμίζει καὶ ἀδειάζει, ἕνα ζῷο ποὺ βόσκει. Ἀλλ᾽ εἶνε δυνατὸν νὰ σβηστῇ τελείως ὁ σπινθήρας τῆς θεϊκῆς του προελεύσεως; Ὅσοι ἄνθρωποι ζοῦν σὰν τὰ κτήνη, μὲ ἔμβλημα τὸ ἐπικούρειο «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13. Α´ Κορ. 15,32), αὐτοὶ ποὺ ἔπνιξαν τὸ πνεῦμα στὴν ὕλη, δὲν γράφουν ἱστορία, ἀφοῦ ἱστορία εἶνε ἡ ἐξιστόρησι εὐγενῶν καὶ ὑψηλῶν πράξεων.
Λαοὶ μὲ ἐπικούρεια νοοτροπία, χωρὶς ἀνατάσεις, δὲν γράφουν ἱστορία. Ἡ διάβασί τους δὲν ἀφήνει ἴχνη. Πράξεις ἀξιομνημόνευτες γιὰ τοὺς ἀπογόνους τους δὲν ὑπάρχουν. Σὰν ἀγέλες ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ἔστω κι ἂν ἡ ζωή τους ἀριθμῇ χιλιετίες. Καμμία λάμψι. Σκοτάδι καὶ ἔρεβος ἡ ζωή τους. Πνεῦμα σ᾿ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει «διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας» (Γέν. 6,3).
Τὸ δικό μας ἔθνος, ἀγαπητοί μου, δὲν ὑπάγεται σ᾽ αὐτοὺς τοὺς λαούς. Ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια, διακρίθηκε. Ἀνέπτυξε τέχνες καὶ ἐπιστῆμες, δημιούργησε ἕναν ἰδιαίτερο πολιτισμό, ποὺ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἔγινε πρότυπο γιὰ ἄλλους λαούς. Ἀγωνίστηκε «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν». Ἀγωνίστηκε κατὰ τῆς βαρβαρότητος, ποὺ ἔτεινε νὰ κατακλύσῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ μικρὸ τοῦτο ἔθνος κατέπληξε τὸν κόσμο μὲ πράξεις ἀφθάστου μεγαλείου.
Αὐτὸς ποὺ μελετᾷ τὴν ἱστορία μας διακρίνει τὸν δάκτυλο τῆς θείας πρόνοιας, ἡ ὁποία ἀνέθεσε στὴν Ἑλλάδα ἐξαιρετικὴ ἀποστολή· νὰ εἶνε φῶς γνώσεως καὶ ἐπιστήμης, πρόδρομος τοῦ Χριστιανισμοῦ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν, κήρυκας καὶ ἀπόστολος καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως στὰ ἔθνη, σκεῦος ἐκλογῆς καὶ δεύτερος Ἰσραὴλ στὸν κόσμο.
Ἡ ἱστορία τοῦ μικροῦ τούτου ἔθνους εἶνε ἀπὸ τὶς συγκινητικώτερες καὶ διδακτικώτερες. Ἂν καταρτιζόταν καὶ δημοσιευόταν ἕνας χρονολογικὸς πίνακας ὅλων τῶν σπουδαίων ἐνεργειῶν τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνοντας σὲ παράλληλες στῆλες τὰ ἐπιτεύγματα τῶν διαφόρων ἐθνῶν, ποιά στήλη θὰ ἦταν ἡ πλουσιώτερη; Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸ ποῦμε ἐμεῖς, τὸ φωνάζει ἡ Ἱστορία. Καὶ «οἱ λίθοι κεκράξονται» (πρβλ. Λουκ. 19,40). Ἕνας ἱστορικὸς ἡμεροδείκτης τῆς πατρίδος μας, ποὺ θὰ συνέτασσαν εἰδήμονες, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, στὸ φύλλο τῆς κάθε ἡμέρας θὰ σημείωνε ὄχι μία μόνο ἀξιοθαύμαστη πρᾶξι τῶν προγόνων μας ἀλλὰ πολλές. Ἄλλων ἐθνῶν οἱ ἱστορικοὶ ἡμεροδεῖκτες θὰ εἶχαν τὰ περισσότερα φύλλα τους λευκά· ὁ ἡμεροδείκτης τῆς Ἑλλάδος θὰ ἦταν κατάμεστος. Δὲν ὑπάρχει ἡμέρα τοῦ ἔτους κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἑλλάδα δὲν παρουσίασε διὰ τῶν εὐγενῶν της τέκνων, τῶν ἡρώων καὶ ἁγίων της, μία ἀξιομνημόνευτη πρᾶξι. Καὶ ἂν ἐπρόκειτο ὅλες αὐτὲς οἱ πράξεις νὰ πανηγυρίζωνται στὴν ἐπέτειό τους, ἡ Ἑλλάδα θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται σὲ διαρκῆ σημαιοστολισμό.
Ἀπ᾿ ὅλες τὶς χρονολογίες τοῦ ἱστορικοῦ ἡμεροδείκτη τῆς Ἑλλάδος μερικὲς διακρίνονται, ὅπως λ.χ. ἡ σημερινή. Εἶνε οἱ ἐπέτειοι μεγάλων γεγονότων, ποὺ μποροῦν νὰ ὀνομασθοῦν ὁρόσημα τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας, δεῖκτες ποὺ δείχνουν πρὸς ποιές κατευθύνσεις πρέπει νὰ πορεύεται τὸ γένος μας.
Ὅταν ὑπὸ τὴν ἔνδοξη ἡγεσία τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ὁ Ἰσραὴλ κατὰ θαυμαστὸ τρόπο πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ μπῆκε στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ὁ Κύριος διέταξε νὰ στήσουν 12 λίθους, ὅσες καὶ οἱ φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ διατηρῆται ζωηρὴ ἡ ἀνάμνησι τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος, στὸ ὁποῖο γιὰ μία ἀκόμη φορὰ φάνηκε ἡ θεία πρόνοια. «Γιὰ νὰ τοὺς ἔχετε αὐτοὺς σὰν σημάδι ποὺ θὰ μένῃ ἐκεῖ γιὰ πάντα, ὥστε ὅταν σὲ ρωτάῃ αὔριο ὁ γυιός σου καὶ λέῃ, Γιατί τοὺς ἔχουμε αὐτοὺς τοὺς λίθους; ἐσὺ θὰ ἐξηγήσῃς στὸ γυιό σου καὶ θὰ πῇς· Ἐπειδὴ σταμάτησε ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἐμπρὸς στὴν κιβωτὸ τῆς διαθήκης τοῦ Κυρίου ὅλης τῆς γῆς, ὅταν τὸν περνοῦσε· καὶ θὰ σᾶς εἶνε αὐτοὶ οἱ λίθοι ὑπενθύμισι γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες αἰωνίως» (Ἰησ. Ναυ. 4,6-7).
Καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ Ἰσραήλ, πρέπει νὰ ἀναζωογονοῦμε στὴ μνήμη τῶν νεωτέρων τὴν ἀνάμνησι τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος μὲ κάθε τρόπο· ν᾽ ἀνοικοδομήσουμε, ὅπως ὁ Σολομῶν καὶ ὁ Ἰουστινιανός, ναὸ περίλαμπρο μὲ πέτρες ἀπ᾽ ὅλη τὴ γῆ τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε ἱερὸ τάμα τῶν προγόνων μας· νὰ στήνουμε μνημεῖα, ἀναμνηστικὲς στῆλες καὶ προτομὲς ἡρώων· νὰ ἐκδίδουμε βιβλία· νὰ κάνουμε ὁμιλίες καὶ διαλέξεις· νὰ παρουσιάζουμε στὴ νεολαία κινηματογραφικὰ ἔργα καὶ θεατρικὲς παραστάσεις, μὲ τὶς ὁποῖες θ᾽ ἀναπαριστάνωνται ζωηρὰ ἱστορικὲς στιγμὲς τοῦ ἔθνους.
Μόνο ἐχθροὶ τῆς πατρίδος ἀποστρέφονται καὶ μισοῦν τὶς ἐθνικὲς ἐπετείους. Κρυφὴ ἐπιθυμία τους εἶνε αὐτὲς νὰ καταργηθοῦν. Ὀπαδοὶ αὐτοὶ νέων κοσμοθεωριῶν, ξένοι πρὸς τὴν ἱστορία μας, θὰ ἤθελαν νὰ ἑορτάζουμε ἄλλες ἐπετείους… Τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς (1941-1944) οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἑλλάδος δὲν ἤθελαν νὰ ἑορτάζεται ἡ 25η Μαρτίου. Ἔτρεμαν μήπως ἡ ἀνάμνησί της ξεσηκώσῃ τοὺς Ἕλληνες καὶ σπάσουν τὰ νέα δεσμά. Οἱ ἐχθροὶ τῆς πατρίδος μας εἶνε ὅπως ἐκεῖνος ὁ Ἀντίγονος πού, ὅταν κατέκτησε διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου τὸν Ἰσραήλ, ἀπηγόρευσε τὶς ἑορτὲς καὶ πανηγύρεις του. Τὸ διάταγμά του ἦταν· «οὔτε νὰ τηροῦν τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου οὔτε νὰ κρατοῦν τὶς πατροπαράδοτες ἑορτὲς οὔτε κἂν νὰ ὁμολογοῦν ὅτι εἶνε Ἰουδαῖοι» (Β΄ Μακκ. 6,6), ἀλλὰ νὰ ἑορτάζουν τὴν …ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ τυράννου τους μὲ διονυσιακὲς ἐκδηλώσεις. Οἱ γενναῖοι ὅμως Μακκαβαῖοι περιφρόνησαν τὸ διάταγμα, ἀντιστάθηκαν καὶ ἑώρταζαν τὶς ἑορτές τους στὰ βουνά, καὶ ἔτσι διέσῳζαν τὴ μνήμη τοῦ παρελθόντος τους. Στὰ αὐτιὰ τῶν γενναίων ἐκείνων παιδιῶν ἔφθανε ἡ φωνὴ τοῦ προφήτου· «Ἑόρταζε, Ἰούδα, τὶς ἑορτές σου, ἀνάπεμψε τὶς προσευχές σου» (Ναούμ 2,1).
Καὶ σύ, πατρίδα μας Ἑλλάδα, ἑόρταζε τὶς ἑορτές σου, ἀνάπεμψε τὶς προσευχές σου, γιὰ νὰ δοξολογῆται ὁ Θεός, γιὰ νὰ μνημονεύωνται μὲ εὐγνωμοσύνη οἱ ἥρωές σου, γιὰ νὰ εὐφραίνεται ὁ λαός σου, γιὰ νὰ χαίρωνται οἱ φίλοι σου καὶ νὰ λυποῦνται οἱ ἐχθροί σου.
Ἡ Ἑλλάδα, ἀγαπητοί μου, δὲν συμπλήρωσε τὴν ἱστορία της. Στὸ βιβλίο της μένουν ἀκόμη πολλὲς ἄγραφες σελίδες. Τί θὰ φέρῃ ἡ ἑπομένη ἡμέρα εἶνε ἄγνωστο· ἀνεξιχνίαστες οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ. Δέος κυριεύει τὶς ψυχές μας, ἀλλὰ καὶ κάποια γλυκειὰ ἐλπίδα τὶς ζωογονεῖ, ὅταν ἀναλογιζώμαστε ὅτι ἡ Ἑλλάδα, ποὺ βρέθηκε καὶ ἄλλοτε μπροστὰ στὸ χεῖλος τῆς καταστροφῆς, σώθηκε μὲ τὸν ἰσχυρὸ βραχίονα τοῦ Ὑψίστου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ποὺ δὲν ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα μας. Καὶ νὰ ἡ Ἑλλάδα, ἀνάμεσα σὲ ὑφάλους καὶ σκοπέλους, ἀνάμεσα σὲ κλυδωνισμοὺς, ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικούς, συνεχίζει τὴν πορεία της. Τὸ μέλλον της, μετὰ τὸ Θεό, ἐμπιστεύεται στὰ παιδιά της ποὺ νιώθουν πίστι στὸν Κύριο καὶ ἀγάπη στὴν πατρίδα, τὸ ἐμπιστεύεται στὶς νέες γενιὲς ποὺ ἔρχονται. Ἂς μὴ λησμονοῦν οἱ νεώτεροι ὅτι χίλια χρόνια ἀγώνων καὶ θυσιῶν δὲν ἀρκοῦν γιὰ τὴν ἀνάστασι καὶ δημιουργία ἑνὸς ἔθνους, ἐνῷ μιὰ στιγμὴ ἀπροσεξίας, ἀφροσύνης καὶ ἐγκληματικότητος μπορεῖ νὰ τὸ καταστρέψῃ.
Μοιραῖες ὀνομάζουν κάποιοι ἱστορικοὶ τέτοιες στιγμές. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει μοῖρα καὶ τύχη καὶ μοιραῖα γεγονότα. Ἡ Θεία Πρόνοια διέπει τὰ ἀνθρώπινα. Ὁ Θεὸς δικάζει τὰ ἔθνη, ὑψώνει καὶ ταπεινώνει. Ἡ «μοιραία» στιγμὴ εἶνε ἀποτέλεσμα πνευματικῆς καταπτώσεως, διαβρώσεως τοῦ ἁγνοῦ θρησκευτικοῦ καὶ ἐθνικοῦ βίου. Καί, γιὰ νὰ μιλήσουμε μὲ τὴ γλῶσσα τῆς Γραφῆς, οἱ συμφορὲς ἢ ἡ καταστροφὴ ἑνὸς ἔθνους εἶνε τὸ ἀποτέλεσμα ἁμαρτιῶν ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων. Διότι «ἡ δικαιοσύνη ἀνυψώνει ἕνα ἔθνος, ἐνῷ οἱ ἁμαρτίες ἐλαττώνουν τὶς φυλές»· καὶ «ὃ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει», ὅ,τι θὰ σπείρῃ κανεὶς αὐτὸ καὶ θὰ θερίσῃ (Παρ. 14, 34. Γαλ. 6,7).
Εἴθε νὰ μὴν κυριεύσῃ τὶς νέες γενεὲς τῶν Ἑλλήνων ἡ λησμονιά, ἀλλὰ ἡ μνήμη τοῦ παρελθόντος νὰ διατηρῆται ζωηρή, κίνητρο γιὰ μεγαλουργία, γιὰ τὴν ὁποία καὶ πλάστηκαν οἱ νέοι. Εἴθε οἱ νέοι μας, ἐνθουσιαζόμενοι ἀπὸ ἱερὲς ἐπιθυμίες καὶ φλογεροὺς πόθους, νὰ γράψουν νέες σελίδες τιμῆς καὶ δόξης καὶ νὰ ἐπαναλάβουν τὸ τραγούδι τῶν νέων τῆς ἀρχαίας Σπάρτης· «Ἐμεῖς θὰ γίνουμε πολὺ καλύτεροι».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (πρόλογος βιβλίου ποὺ γράφτηκε τὴν 24-2-1970 στὴν καθαρεύουσα. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 28-10-2011), Χριστιανική Σπίθα